Τι σημαίνει το social στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης social στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του social στο ισπανικά.

Η λέξη social στο ισπανικά σημαίνει κοινωνικός, κοινωνικός, κοινωνικός, κοινωνιακός, άβολος, περιθωριακός, κοινωνική ασφάλιση, κύρος, τεχνητός, κοινωνικός λειτουργός, βοήθεια ψυχικά ασθενούς κατά περίπτωση, χαμηλότερη κοινωνική υπόσταση, κοινωνική δραστηριότητα, κοινωνική ανθρωπολογία, πρόγραμμα κοινωνικής πρόνοιας, κοινωνική τάξη, κοινωνική συμπεριφορά, κοινωνική σύμβαση, κάποιος που πίνει αλκοόλ μόνο χάριν κοινωνικότητας, κοινωνική συμπεριφορά, κοινωνική απομόνωση, απόκληρος/απόβλητος της κοινωνίας, παρίας, κοινωνική θέση, κοινωνιολόγος, πρόγραμμα κοινωνικής πρόνοιας, πρόγραμμα κοινωνικής πρόνοιας, κοινωφελές έργο, συσίτειο, κοινωνική πρόνοια, κοινωνική πρόνοια, κοινωνικός λειτουργός, κεφάλαιο, κοινωνικός λειτουργός, κοινωνικό δίκτυο, κοινωνική θέση, κοινωνικός λειτουργός, εταιρική κοινωνική ευθύνη, εργατική κατοικία, πολιτισμική συνείδηση, κοινωνικός ιστός, σύστημα δημόσιας υγείας, κοινωνική προκατάληψη, κοινωνικό κεφάλαιο, κοινωνική αδικία, κοινωνική αναρρίχηση, κοινωνική εκδήλωση, κοινωνική ζωή, κοινωνική τάξη, κοινωνικός καπνιστής, κοινωνική καπνίστρια, ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο, δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, μετά το σκι, κοινωνικό συμβόλαιο, τομέας ζωής, άντρας που ανήκει στην εργατική τάξη, φροντιστής, φροντίστρια, Υπουργείο Κοινωνικής Ασφάλισης, κοινωνικό περιβάλλον, κοινωνικός ρεαλισμός, κοινωνικός αποκλεισμός, εταιρική επωνυμία, κοινωνική ασφάλιση, κοινωνική δραστηριότητα, ελεοδότης, ελεοδότρια, κοινωνικό συμβόλαιο, συμφωνία, απρέ σκι, ίδρυμα, πολιτική αναταραχή, συμμετοχή, επιτροπή δεοντολογίας, επωνυμία, Οργανισμός Κοινωνικής Ασφάλισης, κοινωνική κινητικότητα, κοινωνική δομή, παντρεύομαι κπ υψηλότερης κοινωνικής τάξης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης social

κοινωνικός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Estas actividades sociales me aburren.
Πόσο βαριέμαι αυτές τις κοσμικές εκδηλώσεις!

κοινωνικός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La ciudad padece problemas sociales, como el crimen y las drogas.
Η πόλη μαστίζεται από πολλά κοινωνικά προβλήματα όπως από η εγκληματικότητα και τα ναρκωτικά.

κοινωνικός, κοινωνιακός

adjetivo (κοινωνία: δομή)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Discutimos sobre los retos sociales originados por el calentamiento global.
Συζητήσαμε τις κοινωνικές προκλήσεις που ανακύπτουν από την υπερθέρμανση του πλανήτη.

άβολος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

περιθωριακός

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Viven en comunidad con otros marginados cerca de las vías del tren.
Ζουν σε μια κοινότητα με άλλους περιθωριακούς κοντά στον σιδηρόδρομο.

κοινωνική ασφάλιση

(sigla)

κύρος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El éxito de su libro acrecentó mucho su estatus y lo invitan a muchas fiestas.

τεχνητός

(voz inglesa)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κοινωνικός λειτουργός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Un asistente social visitaba a la familia Hampton para ver cómo está su hijo adoptado.

βοήθεια ψυχικά ασθενούς κατά περίπτωση

(κοινωνική εργασία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χαμηλότερη κοινωνική υπόσταση

locución adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Su familia es de posición social más baja que la de su novio.

κοινωνική δραστηριότητα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Alguna gente disfruta de caminar por el campo como una actividad social.

κοινωνική ανθρωπολογία

locución nominal femenina

πρόγραμμα κοινωνικής πρόνοιας

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοινωνική τάξη

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los docentes pertenecen a una clase social más alta que los obreros.

κοινωνική συμπεριφορά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοινωνική σύμβαση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Las convenciones sociales varían de país a país.

κάποιος που πίνει αλκοόλ μόνο χάριν κοινωνικότητας

locución nominal masculina

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Soy bebedora social moderada: sólo bebo una o dos cervezas cuando voy al bar.

κοινωνική συμπεριφορά

nombre femenino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los niños que no tienen hermanos suelen tener dificultades en la escuela con la interacción social.

κοινωνική απομόνωση

locución nominal masculina

απόκληρος/απόβλητος της κοινωνίας, παρίας

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los adictos a la heroína a menudo son marginados sociales.

κοινωνική θέση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El banquero es consciente y está orgulloso de su posición social.

κοινωνιολόγος

locución nominal común en cuanto al género

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Un sociólogo es un cientista social más especializado.

πρόγραμμα κοινωνικής πρόνοιας

locución nominal femenina

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sin la seguridad social, muchos británicos estarían viviendo en una pobreza miserable.

πρόγραμμα κοινωνικής πρόνοιας

nombre femenino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
En los países sudamericanos los fondos del sistema de previsión social no suelen respetarse y acaban sirviendo a fines de lo más diversos.

κοινωφελές έργο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συσίτειο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Soy voluntario en un comedor popular durante las vacaciones.

κοινωνική πρόνοια

locución nominal masculina (PR)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La seguridad social es un programa de bienestar social del gobierno de EE.UU para la tercera edad.

κοινωνική πρόνοια

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Trabaja como voluntaria en tareas de asistencia social.

κοινωνικός λειτουργός

locución nominal masculina

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Algunos asistentes sociales visitan a ancianos que viven solos.

κεφάλαιο

locución nominal masculina (economía)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κοινωνικός λειτουργός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Una trabajadora social visita la casa de Rita todas las mañanas para ayudarla a bañarse y vestirse.

κοινωνικό δίκτυο

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Afortunadamente en estos momentos tiene una red social que lo contiene.

κοινωνική θέση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El estatus social es la posición que una persona ocupa en la sociedad.

κοινωνικός λειτουργός

locución nominal con flexión de género

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
La trabajadora social entrevistó a la familia para saber qué tipo de ayuda necesitaban.

εταιρική κοινωνική ευθύνη

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εργατική κατοικία

locución nominal femenina (AR)

πολιτισμική συνείδηση

Cambiar de entorno cultural incrementa la conciencia social hacia ambas culturas.

κοινωνικός ιστός

(fig)

σύστημα δημόσιας υγείας

nombre femenino (España)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
La Seguridad Social se hace cargo del tratamiento médico que necesita.

κοινωνική προκατάληψη

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
La discriminación social es un freno para la economía de cualquier país.

κοινωνικό κεφάλαιο

nombre masculino

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
El de capital social es un concepto popularizado por el sociólogo francés Pierre Bourdieu

κοινωνική αδικία

nombre femenino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
El que muchos hijos de obreros no lleguen a la universidad nada tiene que ver con su potencial intelectual; se trata de una injusticia social.

κοινωνική αναρρίχηση

nombre masculino (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κοινωνική εκδήλωση

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
El evento social del mes fue la fiesta de los González.

κοινωνική ζωή

nombre femenino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κοινωνική τάξη

nombre masculino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
El capitalismo propone un orden social incompatible con el que propone el anarquismo.

κοινωνικός καπνιστής, κοινωνική καπνίστρια

locución nominal con flexión de género (σπάνιο)

ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο

locución nominal masculina

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
No me refiero sólo al grupo que vive en la Capital Federal, sino a un contexto social más amplio.

δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα

nombre propio masculino

μετά το σκι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κοινωνικό συμβόλαιο

locución nominal masculina

τομέας ζωής

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

άντρας που ανήκει στην εργατική τάξη

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

φροντιστής, φροντίστρια

(salud)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
María trabaja como auxiliar sanitaria en un geriátrico.

Υπουργείο Κοινωνικής Ασφάλισης

locución nominal masculina

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κοινωνικό περιβάλλον

κοινωνικός ρεαλισμός

locución nominal masculina

κοινωνικός αποκλεισμός

εταιρική επωνυμία

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κοινωνική ασφάλιση

nombre propio masculino

El Seguro Social no paga hasta que tenga 62 años.

κοινωνική δραστηριότητα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ελεοδότης, ελεοδότρια

(παλαιό)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

κοινωνικό συμβόλαιο

locución nominal masculina

συμφωνία

(política económica de los Estados Unidos) (στην πολιτική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Roosevelt introdujo el Nuevo Pacto Social.
Ο Ρούσβελτ εισήγαγε τη Νέα Συμφωνία.

απρέ σκι

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ίδρυμα

locución nominal masculina (ES)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Asistió a clases nocturnas en el edificio dirigido por bienestar social.

πολιτική αναταραχή

συμμετοχή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επιτροπή δεοντολογίας

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

επωνυμία

(lenguaje general)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Οργανισμός Κοινωνικής Ασφάλισης

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κοινωνική κινητικότητα

locución nominal femenina

κοινωνική δομή

locución nominal femenina

παντρεύομαι κπ υψηλότερης κοινωνικής τάξης

(coloquial)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του social στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του social

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.