Τι σημαίνει το obra στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης obra στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του obra στο ισπανικά.

Η λέξη obra στο ισπανικά σημαίνει έργο, έργο, δουλειά, εργασία, εργοτάξιο, έργο, θεατρικό κομμάτι, έργο, εργοτάξιο, εγκατάσταση, συμμετοχή, παράσταση, έργο, οικόπεδο, σώμα, το σύνολο του έργου, παράσταση, χειροτεχνία, έργο, παράσταση, προσπάθεια, γραπτό, έργο, παράσταση, θεατρικό, ευεργεσία, αγαθοεργία, παραλογοτέχνημα, άμεση εργασία, εκτελεστικά δικαιώματα, αριστούργημα, έργο τέχνης, ανθρώπινο δυναμικό, πλινθοδομή, αριστούργημα, έργο, έργο ζωής, εργάτης δημοσίων έργων, οικοδομική άδεια, φιλανθρωπικό έργο, ολόκληρη παράσταση, αριστοτέχνημα, κομψοτέχνημα, βιβλίο, άθλος, έργο τέχνης, μυθιστόρημα, πεζογράφημα, οικοδομή, καλή πράξη, έργο τέχνης, λογοτεχνικό έργο, σχολική παράσταση, εργοταξιάρχης, αριστούργημα, θεατρική παράσταση μικρής διάρκειας, μικρό δρώμενο που ανοίγει μια παράσταση, αριστούργημα, κτ που γίνεται για ευχαρίστηση, μουσικό θέατρο, θεατρικό έργο, μουσική σύνθεση, ποίηση, κάνω καλή πράξη, στρώνομαι στη δουλειά, κάνω κτ γρήγορα, κάνω κτ αμέσως, ξεκινάω, αρχίζω, παρέχω υπεράριθμο προσωπικό, εργατικό δυναμικό, έργο τέχνης, σπουδαίο έργο, μεγάλο έργο, ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό, κάνω μια καλή πράξη για κπ, έξαλα, βρίσκω, έργο αφηρημένης τέχνης, το κορυφαίο έργο, παράσταση στο Μπροντγουέι, διευθυντής σκηνής, διευθύντρια σκηνής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης obra

έργο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El túnel es una obra de ingeniería impresionante.

έργο

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Muchos piensan que la Novena de Beethoven es su mayor obra. Tengo la obra completa de Dickens en mi biblioteca.

δουλειά, εργασία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El armario es una muestra del trabajo del carpintero.

εργοτάξιο

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Todas las personas en la obra deben llevar casco.
Όλοι στο εργοτάξιο είναι υποχρεωμένοι να φορούν προστατευτικά κράνη.

έργο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La novela es una obra magnífica, hermosamente escrita.

θεατρικό κομμάτι

nombre femenino (teatro)

Presentaron la obra en la plaza central de la ciudad.

έργο

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El tiradero en el suelo es obra del perro.

εργοτάξιο

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La obra cuenta con mucha maquinaria de construcción.
Στο εργοτάξιο βρίσκονταν πολλά κατασκευαστικά οχήματα.

εγκατάσταση

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La obra de arte se exhibe en el museo justo ahora.

συμμετοχή

nombre femenino (en concurso)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La obra de Rick ganó la competencia.
Η συμμετοχή του Ρικ κέρδισε στον καλλιτεχνικό διαγωνισμό.

παράσταση

nombre femenino (teatro)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Me gustaría ver una obra de teatro para mi cumpleaños.
Θα ήθελα να δω μία παράσταση για τα γενέθλιά μου.

έργο

nombre femenino (escrito teatral)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Escribió la obra pensando en unos actores concretos.
Έγραψε το θεατρικό σκεπτόμενος συγκεκριμένους ηθοποιούς.

οικόπεδο

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La obra estaba llena de albañiles y carpinteros ocupados.

σώμα

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La obra de Picasso es muy impresionante.

το σύνολο του έργου

nombre femenino (trabajo completo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παράσταση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El teatro tiene dos presentaciones por noche.
Το θέατρο έχει δύο παραστάσεις την ημέρα.

χειροτεχνία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La canasta es un bello ejemplo de un trabajo local.

έργο

(música)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

παράσταση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Esperamos poder ver un espectáculo cuando estemos en Nueva York.
Ελπίζουμε να δούμε μια παράσταση, όταν θα είμαστε στη Νέα Υόρκη.

προσπάθεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Si se tiene en cuenta que el cuadro fue hecho de memoria, el resultado es bastante bueno.
Δεδομένου ότι η συγκεκριμένη εικόνα δημιουργήθηκε από μνήμης, θα λέγαμε ότι συνιστά αρκετά καλή προσπάθεια.

γραπτό

Sus escritos eran principalmente artículos cortos.

έργο

(συνολικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La obra artística de Picasso es una de las más valiosas en el planeta.

παράσταση

(al aire libre)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los niños están armando una puesta en escena para Navidad.
Τα παιδιά οργανώνουν μια χριστουγεννιάτικη παράσταση.

θεατρικό

(έργο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El drama se representó en el colegio con estudiantes actores.
Φέτος ανεβάσαμε στην Επίδαυρο το δράμα του Σοφοκλή "Αντιγόνη".

ευεργεσία, αγαθοεργία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παραλογοτέχνημα

(ES) (ανούσιο έργο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

άμεση εργασία

(όχι διοίκηση, διαδικαστικά κλπ.)

εκτελεστικά δικαιώματα

Los derechos los adquirimos el mes pasado, ya estamos ensayando la pieza, estrenaremos a fines de abril.

αριστούργημα

locución nominal femenina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El artista podía convertir su idea en una obra maestra.
Ο καλλιτέχνης μπορούσε να μετατρέψει οποιαδήποτε ιδέα σε αριστούργημα.

έργο τέχνης

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Las obras de arte en la oficina son todas de un artista local.

ανθρώπινο δυναμικό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πλινθοδομή

(οικοδομή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αριστούργημα

locución nominal femenina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

έργο

(literario)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Το λογοτεχνικό έργο της Αγκάθα Κρίστι αποτελείται από 75 μυθιστορήματα και 16 θεατρικά.

έργο ζωής

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

εργάτης δημοσίων έργων

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

οικοδομική άδεια

(ES)

φιλανθρωπικό έργο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Hace trabajo social, mayoritariamente para la casa de huérfanos.

ολόκληρη παράσταση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αριστοτέχνημα, κομψοτέχνημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Eso no es un rejunte de basura, pagué mucho dinero por ese objeto de arte.

βιβλίο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La Enciclopedia Británica es una obra de consulta seria.

άθλος

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El solo de saxofón de John Coltrane en "My favorite things" fue una actuación (or: obra) magistral.
Το σόλο με το σαξόφωνο του Τζον Κολτρέιν στο τραγούδι "My Favourite Things" ήταν άθλος. Η τελευταία ταινία του σκηνοθέτη είναι ένας άθλος που ενθουσίασε και τους κριτικούς και το κοινό.

έργο τέχνης

locución nominal femenina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El museo es un lugar donde se contemplan obras de arte.
Το μουσείο είναι ένα μέρος για να περιεργαστείς τα έργα τέχνης.

μυθιστόρημα, πεζογράφημα

locución nominal femenina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Su personaje parecía tan real que fue difícil de creer que la historia fuera una obra de ficción.

οικοδομή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Todos deben reportarse con la oficina antes de entrar al lugar de la obra.

καλή πράξη

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¿Has hecho alguna obra de bien últimamente, como donar sangre?

έργο τέχνης

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

λογοτεχνικό έργο

Es un libro entretenido, pero no creo que se pueda catalogar como una obra literaria.

σχολική παράσταση

Los alumnos de 6º han montado una obra escolar que representarán en el acto de fin de año.

εργοταξιάρχης

locución nominal con flexión de género (υπεύθυνος εργοταξίου)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
El jefe de obra tiene que asegurarse de que se cumple con la prevención de riesgos laborales.

αριστούργημα

locución nominal femenina (μουσικό, λογοτεχνικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

θεατρική παράσταση μικρής διάρκειας

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μικρό δρώμενο που ανοίγει μια παράσταση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αριστούργημα

locución nominal femenina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κτ που γίνεται για ευχαρίστηση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μουσικό θέατρο

θεατρικό έργο

El autor escribió varias obras de teatro.

μουσική σύνθεση

ποίηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Lope de Vega fue un gran escritor teatral, pero a mí lo que de verdad me gusta es su obra poética.

κάνω καλή πράξη

locución verbal (κάνω κάτι καλό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cuando te unes a los Niños Exploradores, uno de los requisitos es hacer una buena obra todos los días.

στρώνομαι στη δουλειά

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tenemos que ponernos a trabajar si queremos terminar esto hoy.

κάνω κτ γρήγορα, κάνω κτ αμέσως

ξεκινάω, αρχίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Más nos vale empezar (or: comenzar) antes que oscurezca.
Καλό θα ήταν να ξεκινήσουμε πριν αρχίσει να σκοτεινιάζει.

παρέχω υπεράριθμο προσωπικό

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εργατικό δυναμικό

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
La población activa del país necesita aumentar para compensar una población envejecida.

έργο τέχνης

locución nominal femenina (figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La tarta de la tía de Betty era una obra de arte culinaria.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η τούρτα με στρώσεις της θείας Μπέτυ ήταν ένα μαγειρικό έργο τέχνης.

σπουδαίο έργο, μεγάλο έργο

El gran Gatsby es una obra maestra de la literatura estadounidense.

ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω μια καλή πράξη για κπ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έξαλα

locución nominal femenina (ναυτιλία)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

βρίσκω

(figurado, informal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A pesar de que haber jugado peor en todos los sentidos, el equipo sacó de la galera suficientes goles para ganar el partido.
Αν και οι αντίπαλοι υπερείχαν από κάθε άποψη, η ομάδα κατάφερε παρ' όλα αυτά να πετύχει ως δια μαγείας αρκετά γκολ για να κερδίσει το παιχνίδι.

έργο αφηρημένης τέχνης

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Últimamente las pinturas abstractas no son populares en las subastas.

το κορυφαίο έργο

locución nominal femenina

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El compositor creó su obra maestra al final de su carrera.

παράσταση στο Μπροντγουέι

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

διευθυντής σκηνής, διευθύντρια σκηνής

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του obra στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του obra

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.