Τι σημαίνει το spotting στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης spotting στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του spotting στο Αγγλικά.
Η λέξη spotting στο Αγγλικά σημαίνει μεσοκυκλική σταγονοειδής αιμόρροια, λεκές, τόπος, σπυράκι, εξάνθημα, βούλες, βουλίτσες, κηλίδα, βούλες, εντοπίζω, άμεσης παράδοσης, σύντομος, διαφήμιση, προβολέας, λίγος, τοποθεσία, παράσταση, λερώνομαι, λεκιάζομαι, ψιχαλίζει, λεκιάζω, λερώνω, δανείζω κτ σε κπ, τοποθετώ, τοποθετώ, βάζω, παρακολουθώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης spotting
μεσοκυκλική σταγονοειδής αιμόρροιαnoun (irregular menstruation) (ιατρική) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Spotting is common and does not necessarily point to a more serious medical issue. |
λεκέςnoun (stain) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) There is a ketchup spot on your shirt there. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Τι είναι αυτές οι κηλίδες αίματος στο πάτωμα; |
τόποςnoun (informal (location) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) That's the spot where the murder took place. Εδώ είναι ο τόπος όπου διαπράχθηκε ο φόνος. |
σπυράκιnoun (UK, often plural (pimple, zit: facial blemish) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The teenager bought a special face wash to treat his spots. |
εξάνθημαnoun (usually plural (disease: blemish) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Karen has chickenpox and is covered in spots. |
βούλες, βουλίτσεςplural noun (insect: markings) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) The most common ladybird in Britain has seven spots. |
κηλίδαplural noun (animal: markings) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Cheetahs have black spots. Τα τσιτάχ έχουν μαύρες πιτσιλιές. |
βούλεςplural noun (pattern: large dots) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) I prefer floral patterns to spots or stripes. |
εντοπίζωtransitive verb (detect, see) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The policeman spotted the criminal and started running after him. Ο αστυνομικός εντόπισε τον κακοποιό κι άρχισε να τον κυνηγάει. |
άμεσης παράδοσηςadjective (finance: current price) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Currency trades on the spot market and the forward market. |
σύντομοςadjective (TV, radio: short duration) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The group ran a series of spot announcements on local radio. |
διαφήμισηnoun (short advertisement) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The Pepsi spot lasted for 30 seconds. |
προβολέαςnoun (abbreviation (spotlight) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) That is when they turned off all the lights and shone the spot on him. |
λίγοςnoun (informal, UK (small amount of [sth]) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Would you like a spot of tea? Robert asked Dan if he fancied a spot of lunch. |
τοποθεσίαnoun (geographical area) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tim and Nicola picnicked at a local beauty spot. |
παράστασηnoun (individual performance time) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The makeup artist rushed to get the singer ready for her spot. |
λερώνομαι, λεκιάζομαιintransitive verb (become stained) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Your white blouse will spot really easily if you chop those cherries with it on. |
ψιχαλίζειintransitive verb (rain lightly) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) It's not really raining yet, but it's spotting; you should take an umbrella just in case. |
λεκιάζω, λερώνωtransitive verb (stain) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The oil splashed and spotted the tablecloth. |
δανείζω κτ σε κπtransitive verb (informal (lend) Hey man, can you spot me twenty dollars? |
τοποθετώtransitive verb (place) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The mobile phone mast was controversially spotted near the school. |
τοποθετώ, βάζωtransitive verb (sports: place) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The referee spotted the ball too close to the goal after the penalty. |
παρακολουθώtransitive verb (weightlifting) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Can you spot me while I do the bench press? |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του spotting στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του spotting
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.