Τι σημαίνει το stake στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης stake στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του stake στο Αγγλικά.

Η λέξη stake στο Αγγλικά σημαίνει πάσσαλος, πάσσαλος, μερίδιο, μερίδιο, το ποσό που ποντάρισα, η πυρά, ποντάρισμα, ποντάρισμα, διακύβευμα, στηρίζω με πάσσαλο, στηρίζω με πάσσαλο, χρηματοδοτώ, οριοθετώ με πασσάλους, παρακολουθώ, κατασκοπεύω, διεκδικώ, διακυβεύεται, πάσσαλος κροκέ, με αφορά, διακινδυνεύω, ρισκάρω, παρακολούθηση, καπαρώνω, ορίζω το χώρο που μου ανήκει, αρχικό ποσό πονταρίσματος, όριο πονταρίσματος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης stake

πάσσαλος

noun (stick)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Tie your horse to that metal stake by the barn.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δέσε το άλογο στο παλούκι δίπλα από τον αχυρώνα.

πάσσαλος

noun (post)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The stakes hold up the wood rail fence.
Οι πάσσαλοι στηρίζουν των ξύλινο φράχτη.

μερίδιο

noun (finance: interest in) (οικονομικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We have a small stake in the business.
Έχουμε ένα μικρό μερίδιο στην επιχείρηση.

μερίδιο

noun (finance: ownership)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My stake in the company is almost half the equity.

το ποσό που ποντάρισα

noun (gambling)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My stake is almost gone, and I'll have to stop gambling if I don't win soon.

η πυρά

noun (pyre)

The witch was burned at the stake.

ποντάρισμα

plural noun (racing prize)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Johnny was hoping to win the stakes.

ποντάρισμα

plural noun (gambling)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This is a high-stakes game with bets starting at ten dollars.

διακύβευμα

plural noun (figurative (gambling)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The stakes in this election are high because the winner gets to write the constitution.

στηρίζω με πάσσαλο

transitive verb (secure with poles)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Stake the tent over by the trees.

στηρίζω με πάσσαλο

transitive verb (plant: tether to support)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I need to stake the tomato plants so they don't fall over from the weight of the fruit.

χρηματοδοτώ

transitive verb (invest, finance)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I will stake your new business venture.

οριοθετώ με πασσάλους

phrasal verb, transitive, separable (area: mark off)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παρακολουθώ, κατασκοπεύω

phrasal verb, transitive, separable (keep under surveillance)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The police staked out the suspect's house, hoping to catch him unawares.

διεκδικώ

phrasal verb, transitive, separable (assert a claim to) (την κυριότητα ενός πράγματος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διακυβεύεται

adverb (at risk)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You need to make sure you do the job correctly because your professional reputation is at stake!
Πρέπει να εξασφαλίσεις ότι θα κάνεις σωστά τη δουλειά γιατί παίζεται η επαγγελματική σου φήμη!

πάσσαλος κροκέ

noun (sport: wooden post used in croquet)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με αφορά

verbal expression (be affected by outcome)

We all have a stake in the future of our country.
Το μέλλον της χώρας μας μας αφορά όλους.

διακινδυνεύω, ρισκάρω

verbal expression (risk)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It was a large amount of money to put at stake but he was willing to take the risk.
Επρόκειτο να διακινδυνεύσει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό όμως ήταν αποφσισμένος να το ρισκάρει.

παρακολούθηση

noun (surveillance)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καπαρώνω

verbal expression (assert right) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Well if you're not interested in her, do you mind if I stake my claim?

ορίζω το χώρο που μου ανήκει

verbal expression (figurative (claim occupancy of a space)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The boy staked his territory by quickly setting up his tent.

αρχικό ποσό πονταρίσματος

noun (poker: starting bet)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

όριο πονταρίσματος

plural noun (poker: limiting of bet)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του stake στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του stake

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.