Τι σημαίνει το stated στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης stated στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του stated στο Αγγλικά.

Η λέξη stated στο Αγγλικά σημαίνει δηλωμένος, πολιτεία, κράτος, κατάσταση, φάση, κατάσταση, πολιτειακός, δηλώνω, διατυπώνω, στάδιο, κατάσταση, άσχημη ψυχολογική κατάσταση, πολιτεία, κράτος, Υπουργείο Εξωτερικών, κρατικός, επίσημος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης stated

δηλωμένος

adjective (declared, said)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Ned stuck to his stated intention and did exactly what he said he'd do.

πολιτεία

noun (esp US (territory, province)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There are fifty states in the union.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο δάσκαλος μας ζήτησε να απομνημονεύσουμε όλες τις πολιτείες των ΗΠΑ.

κράτος

noun (country)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
In 1948, a Jewish state was founded.
Το 1948 ιδρύθηκε ένα εβραϊκό κράτος.

κατάσταση

noun (condition)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I can only imagine the state the house is in after being abandoned for so many years.
Μόνο να φανταστώ μπορώ σε τι κατάσταση θα είναι το σπίτι αφού έμεινε εγκαταλελειμμένο τόσα χρόνια.

φάση, κατάσταση

noun (science: solid, liquid, gas)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ice is water in its solid state.
Ο πάγος είναι η στερεή φάση του νερού.

πολιτειακός

noun as adjective (esp US (of political sub-division)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
State law prohibits speeding.
Ο νόμος της πολιτείας απαγορεύει την οδήγηση με υπερβολική ταχύτητα.

δηλώνω

transitive verb (declare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The groom stated his love for the bride.
Ο γαμπρός διακήρυξε την αγάπη του για τη νύφη.

διατυπώνω

transitive verb (set forth formally)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The president stated the policy in clear terms.
Ο πρόεδρος διατύπωσε την πολιτική με ξεκάθαρους όρους.

στάδιο

noun (stage)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The butterfly is in its larval state.

κατάσταση

noun (emotions)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She was in a state of sadness after her boyfriend left her.

άσχημη ψυχολογική κατάσταση

noun (extreme nervous mood)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Polly was in such a state after the accident!

πολιτεία

noun (political authority)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The state has outlawed destructive behaviour.

κράτος

noun (civil government)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
In some countries, there is separation between church and state.

Υπουργείο Εξωτερικών

noun (US, informal (Department of State) (στις ΗΠΑ)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The boys over at State are a smart bunch.

κρατικός

noun as adjective (of civil government)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This is a state matter.

επίσημος

noun as adjective (of formal ceremony)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The judge was sworn in during a state ceremony.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του stated στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του stated

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.