Τι σημαίνει το stocking στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης stocking στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του stocking στο Αγγλικά.
Η λέξη stocking στο Αγγλικά σημαίνει καλσόν, καλτσόν, κάλτσα, μετοχή, στοκ, απόθεμα, στοκ, διαθέτω, στοκ, που το έχω σε στοκ, θεατρικός, συνηθισμένος, χοντρό χαρτί, καταγωγή, ζωμός, καταγωγή, κοντάκι, ζώα, για τα ζώα, ανεφοδιάζω, εφοδιάζω, προμηθεύω, χριστουγεννιάτικη κάλτσα, πλέξη ζέρσεϋ, πλέξη ζέρσεϊ, σκουφάκι, σκουφί. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης stocking
καλσόν, καλτσόνnoun (often plural (women's hosiery) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Roberta was wearing stockings under her skirt. Η Ρομπέρτα φορούσε καλσόν κάτω από τη φούστα της. |
κάλτσαnoun (historical, usually plural (men's long sock) (ψηλή, μέχρι τον μηρό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The gentleman wore stockings and breeches. |
μετοχήnoun (finance: equity) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The company will issue stock and cease to be a private firm. Η εταιρεία θα εκδώσει μετοχές και θα πάψει να είναι ιδιωτική. |
στοκnoun (uncountable (store of merchandise) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Do we have enough large sizes in stock? Έχετε αρκετό απόθεμα σε μεγάλα μεγέθη; |
απόθεμαnoun (supply) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) We have a good stock of farm tools and seeds. Έχουμε επαρκές απόθεμα σε εργαλεία και σπόρους για το αγρόκτημα. |
στοκnoun (merchandise on hand) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Our stock is low because Christmas is only days away. Τα αποθέματά μας είναι χαμηλά γιατί σε λίγες μέρες έρχονται τα Χριστούγεννα. |
διαθέτωtransitive verb (carry: merchandise) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We stock a wide selection of musical instruments. Διαθέτουμε μια μεγάλη ποικιλία μουσικών οργάνων. |
στοκplural noun (for-sale inventories) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
που το έχω σε στοκnoun as adjective (item: from existing stock) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) It is not a special order, but a stock item. |
θεατρικόςadjective (of theater, repertory) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The actor will tour with a stock company this summer. |
συνηθισμένοςadjective (ordinary, common) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) The stock image of the Devil is of a horned man with a pitchfork. |
χοντρό χαρτίnoun (paper) We should print the announcement on a good, heavy stock. |
καταγωγήnoun (uncountable (ancestry) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He comes from poor but noble stock. Κρατάει από φτωχή αλλά ευγενική γενιά. |
ζωμόςnoun (broth) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The chicken stock will give the rice a nice taste. |
καταγωγήnoun (uncountable (lineage) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) His stock can be traced back to a small town in Ireland. |
κοντάκιnoun (part of a shotgun) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The stock of the shotgun had notches representing the coyotes he had shot. |
ζώαnoun (livestock) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) All of our stock are purebred animals. |
για τα ζώαnoun as adjective (of livestock) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The farmer hired a new stock hand. |
ανεφοδιάζωtransitive verb (replenish) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) When the truck unloads we can stock the shelves with new merchandise. |
εφοδιάζω, προμηθεύωtransitive verb (supply) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The relief agency will stock the mission with food and other supplies. |
χριστουγεννιάτικη κάλτσαnoun (long sock: for gifts) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The children awoke to find their Christmas stockings filled with candy. |
πλέξη ζέρσεϋ, πλέξη ζέρσεϊnoun (knitting stitch) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
σκουφάκι, σκουφίnoun (knitted cap) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του stocking στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του stocking
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.