Τι σημαίνει το storm στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης storm στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του storm στο Αγγλικά.

Η λέξη storm στο Αγγλικά σημαίνει καταιγίδα, καταιγίδα, θύελλα, θύελλα, πάνελ, φυσάει πολύ, επιτίθεμαι σε κτ, ορμάω έξω, ορμάω έξω, σκέφτομαι λύσεις, σκέφτομαι ιδέες, κατεβάζω ιδέες, συζήτηση για αναζήτηση λύσεων, σύσκεψη για αναζήτηση νέων ιδεών, επιφοίτηση, μπλακάουτ, γαλήνη πριν την καταιγίδα, ανεμοθύελλα, καταιγίδα, πυρκαγιά, φωτιά, πυροθύελλα, χαλαζόπτωση, παγοθύελλα, καταιγίδα, χιονοθύελλα, παρατηρητής του καιρού, παρατηρήτρια του καιρού, καταφύγιο, μαύρο σύννεφο, κιτρινόκουκος, η εξωτερική από δύο πόρτες εισόδου για προστασία από τα καιρικά φαινόμενα, φρεάτιο, πολύ κακό για το τίποτε, πολύ κακό για το τίποτα, υπόγειο καταφύγιο, κύµα θύελλας, παρακολούθηση ακραίων καιρικών φαινομένων, παράθυρο προστασίας από ακραία καιρικά φαινόμενα, στρατιώτης σε τάγμα εφόδου, στρατιώτης της της παραστρατιωτικής οργάνωσης Στουρμαμπτάιλουνγκ, όμβρια, κυριεύω, γίνομαι ξαφνικά επιτυχία σε κπ/κτ, κάνω θραύση, καταιγίδα, τροπική καταιγίδα, ξεπερνώ μια δύσκολη κατάσταση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης storm

καταιγίδα

noun (rain)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The storm will bring high winds and rain.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι ο Αγαπήνορας οδηγήθηκε στην Κύπρο λόγω τρικυμίας.

καταιγίδα

noun (thunder, lightning)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The electrical storm frightened our dog, who is afraid of lightning and thunder.
Η ηλεκτρική καταιγίδα τρόμαξε το σκυλί μας που φοβάται τις αστραπές και τις βροντές.

θύελλα

noun (extreme wind)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The storm blew down trees, and cut power to many homes.
Η θύελλα ξερίζωσε δέντρα και έκοψε το ρεύμα σε πολλά σπίτια.

θύελλα

noun (figurative (outburst) (μεταφορικά: με γενική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The government's announcement was greeted by a storm of protest.
Η ανακοίνωση της κυβέρνησης έγινε δεκτή με μια θύελλα διαμαρτυριών.

πάνελ

plural noun (US, informal (storm window) (για καιρικές συνθήκες)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
In winter we put up storms on every window.

φυσάει πολύ

intransitive verb (weather: be stormy) (αέρας)

It will storm and blow all night until the hurricane passes.

επιτίθεμαι σε κτ

transitive verb (attack, raid)

The militia stormed the town.

ορμάω έξω

phrasal verb, intransitive (leave angrily)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
After the argument, he stormed off to pout. Don't storm off; I'm talking to you!
Μετά τη διαφωνία όρμηξε έξω για να κάνει μούτρα.

ορμάω έξω

phrasal verb, intransitive (exit angrily)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He stormed out of the building after arguing with his boss.

σκέφτομαι λύσεις, σκέφτομαι ιδέες, κατεβάζω ιδέες

intransitive verb (think up ideas)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The team brainstormed all day, but could not come up with a solution.

συζήτηση για αναζήτηση λύσεων, σύσκεψη για αναζήτηση νέων ιδεών

noun (idea-gathering session)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A department meeting is scheduled for next week to have a brainstorm regarding the company's sales goals.

επιφοίτηση

noun (sudden idea) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Thomas had a brainstorm and decided to start his own business.

μπλακάουτ

noun (UK, informal (sudden inability to think clearly) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I must have had a brainstorm: I've left my briefcase and all my papers at home!

γαλήνη πριν την καταιγίδα

noun (figurative (quiet period before [sth] turbulent) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mary's much too quiet. I fear it's the calm before the storm.

ανεμοθύελλα

(meteorology)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καταιγίδα

noun (storm with thunder and lightning)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Lightning from the electrical storm knocked out the power for the entire town.

πυρκαγιά, φωτιά

noun (fire fuelled by strong wind) (λόγω ανέμων)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πυροθύελλα

noun (figurative (intense response, public uproar) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χαλαζόπτωση

noun (shower of hail)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The hailstorm brought hail that washed and dented our cars.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η χτεσινή χαλαζόπτωση προκάλεσε εκτεταμένες ζημιές.

παγοθύελλα

(meteorology)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καταιγίδα

noun (storm with heavy rainfall)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The rainstorm will dump about two inches of rain by nightfall.

χιονοθύελλα

noun (heavy snowfall)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This snowstorm will leave us completely snowed in.
Αυτή η χιονοθύελλα θα μας αποκλείσει τελείως.

παρατηρητής του καιρού, παρατηρήτρια του καιρού

noun ([sb] assigned to watch for [sth])

April got an internship as a weather spotter, and she learned a lot about storms.

καταφύγιο

noun (underground shelter) (σε περίπτωση καταιγίδας)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μαύρο σύννεφο

noun (often plural (raincloud before storm)

The storm clouds gathering at dusk indicated a cold rainy night.
Τα μαύρα σύννεφα που συγκεντρώθηκαν το σούρουπο προμήνυαν μια κρύα βροχερή νύχτα.

κιτρινόκουκος

noun (American bird)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

η εξωτερική από δύο πόρτες εισόδου για προστασία από τα καιρικά φαινόμενα

noun (building: outer door)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

φρεάτιο

noun (rainwater drainage hole or gutter)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πολύ κακό για το τίποτε, πολύ κακό για το τίποτα

noun (UK, figurative (drama over [sth] trivial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Eventually the excitement about his remark will prove to be a storm in a teacup.

υπόγειο καταφύγιο

noun (underground refuge in extreme weather)

κύµα θύελλας

noun (abnormal sea rise)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

παρακολούθηση ακραίων καιρικών φαινομένων

noun (severe weather monitoring)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

παράθυρο προστασίας από ακραία καιρικά φαινόμενα

noun (window protection)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

στρατιώτης σε τάγμα εφόδου

noun (historical (World War I: German soldier) (Β' παγκόσμιος πόλεμος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στρατιώτης της της παραστρατιωτικής οργάνωσης Στουρμαμπτάιλουνγκ

noun (historical (Nazi paramilitary)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

όμβρια

noun (accumulated rainwater) (σε μεγάλες ποσότητες)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

κυριεύω

verbal expression (attack and conquer) (μέρος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

γίνομαι ξαφνικά επιτυχία σε κπ/κτ

verbal expression (figurative (be a sudden success)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω θραύση

verbal expression (figurative (be a sudden success) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καταιγίδα

noun (electrical storm)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The thunderstorm frightened our dog, who is afraid of the sound of thunder.

τροπική καταιγίδα

noun (cyclone)

The tropical storm caused major flooding and wind damage.

ξεπερνώ μια δύσκολη κατάσταση

verbal expression (figurative (endure tough experience)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The entire world is weathering the storm of the financial crisis.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του storm στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του storm

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.