Τι σημαίνει το television στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης television στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του television στο Αγγλικά.

Η λέξη television στο Αγγλικά σημαίνει τηλεόραση, τηλεόραση, τηλεόραση, ασπρόμαυρη τηλεόραση, ασπρόμαυρη τηλεόραση, καλωδιακή τηλεόραση, κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης, κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης, έγχρωμη τηλεόραση, έγχρωμη τηλεόραση, έγχρωμη τηλεόραση, έγχρωμη τηλεόραση, τηλεόραση υψηλής ευκρίνειας, στην τηλεόραση, τηλεόραση Plasma, ριάλιτι τηλεόραση, δορυφορική τηλεόραση, δορυφορική τηλεόραση, τηλεοπτικό κοινό, τηλεοπτική εκπομπή, τηλεοπτική μετάδοση, τηλεοπτική κάμερα, τηλεοπτικός σταθμός, τηλεοπτική διαφήμιση, τηλεοπτικό πρόγραμμα, δημοσιογράφος, κύκλος, σειρά, σειρά, τηλεόραση, τηλεοπτική εκπομπή, τηλεοπτικό στούντιο, βλέπω τηλεόραση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης television

τηλεόραση

noun (uncountable (medium) (ΜΜΕ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I watch television for around two hours a day.
Βλέπω τηλεόραση περίπου δύο ώρες την ημέρα.

τηλεόραση

noun (appliance) (συσκευή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The television is dirty and needs to be cleaned.
Η τηλεόραση είναι βρώμικη και θέλει καθάρισμα.

τηλεόραση

noun (uncountable (industry) (επαγγελματικός κλάδος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She works in television as a director.
Δουλεύει στην τηλεόραση ως σκηνοθέτρια.

ασπρόμαυρη τηλεόραση

noun (TV set: cannot display colors)

My parents remember the days when black-and-white television was the only type of TV available.

ασπρόμαυρη τηλεόραση

noun (uncountable (TV shows in black and white)

καλωδιακή τηλεόραση

noun (TV broadcasting via cable)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης

noun (initialism (closed-circuit television)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The robbery was captured on the bank's CCTV.

κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης

noun (monitoring system)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The thief was caught stealing the car on closed-circuit television.

έγχρωμη τηλεόραση

noun (US (tv set showing images in colour)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We've got a colour television in the living room.

έγχρωμη τηλεόραση

noun (US (tv broadcast in colour)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Colour television first came to the UK in 1967.

έγχρωμη τηλεόραση

(informal (television set: shows images in colour)

έγχρωμη τηλεόραση

(uncountable, informal (television shows broadcast in color)

τηλεόραση υψηλής ευκρίνειας

noun (initialism (high-definition television)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στην τηλεόραση

adverb (being shown on TV)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
What's on television tonight? Anything besides reality shows and crime shows?

τηλεόραση Plasma

noun (type of flatscreen TV)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ριάλιτι τηλεόραση

noun (TV about real-life situations or people)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

δορυφορική τηλεόραση

noun (broadcast by satellite)

δορυφορική τηλεόραση

noun (informal (broadcast by satellite)

τηλεοπτικό κοινό

noun (people watching tv)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Judging by the programs that are aired these days, a lot of people in the television audience like to watch violence.

τηλεοπτική εκπομπή

noun ([sth] shown on tv)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
That old cop show was my favorite television broadcast.

τηλεοπτική μετάδοση

noun (transmitting images on tv)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
They use a lot of fancy equipment for television broadcasting.

τηλεοπτική κάμερα

noun (device that films moving images for tv)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I didn't really enjoy the live recording because there was a television camera in my way.

τηλεοπτικός σταθμός

noun (TV station)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I can't stand the silly stuff they show on that television channel.

τηλεοπτική διαφήμιση

noun (advertisement shown on TV)

τηλεοπτικό πρόγραμμα

noun (show broadcast on TV)

δημοσιογράφος

noun (journalist working in TV)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

κύκλος

noun (set of episodes of a TV show)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σειρά

noun (drama televised in episodes)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σειρά

noun (TV show)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τηλεόραση

noun (appliance that receives tv signals)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I bought myself a new television set with a plasma screen yesterday.

τηλεοπτική εκπομπή

noun (programme broadcast on TV)

Television shows from the 70s seem pretty stupid to me now.
Οι τηλεοπτικές εκπομπές από τη δεκαετία του 1970 μου φαίνονται αρκετά χαζές τώρα.

τηλεοπτικό στούντιο

noun (building where tv shows are filmed)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I saw quite a few famous people when I visited the television studio.

βλέπω τηλεόραση

(watch TV programmes)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του television στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του television

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.