Τι σημαίνει το traced στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης traced στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του traced στο Αγγλικά.

Η λέξη traced στο Αγγλικά σημαίνει σχεδιάζω, εντοπίζω, εντοπίζω, ανακαλύπτω, συνδέω, αντιγράφω, ανάγω κτ σε κτ, ίχνος, ίχνος, όργανο εντοπισμού, εντοπίζω, ακολουθώ, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, ούτε ίχνος, εντοπίσω την προέλευση, ιχνοστοιχείο, ιχνοστοιχεία, περιγράφω, σκιαγραφώ, ανακαλύπτω, βρίσκω, εντοπίζω από που προέρχεται, βρίσκω την καταγωγή, χωρίς να αφήσω ίχνη πίσω μου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης traced

σχεδιάζω

transitive verb (outline)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The architect traced the plans carefully.
Ο αρχιτέκτονας σχεδίασε τα σχέδια με προσοχή.

εντοπίζω

transitive verb (find)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Police are trying to trace witnesses to the accident.
Η αστυνομία προσπαθεί να εντοπίσει μάρτυρες του ατυχήματος.

εντοπίζω, ανακαλύπτω

transitive verb (identify origin)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The gas company is trying to trace the source of the leak.
Η πετρελαϊκή εταιρεία προσπαθεί να εντοπίσει την πηγή της διαρροής.

συνδέω

(find origin, originator) (κτ με κπ/κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Karen finally traced the strange smell to the pile of clothes on her teenage daughter's bedroom floor.
Η Κάρεν εντόπισε τελικά την πηγή της παράξενης μυρωδιάς στη στοίβα με τα ρούχα στο δωμάτιο της έφηβης κόρης της.

αντιγράφω

transitive verb (draw on translucent paper) (με διαφάνεια)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The schoolboy traced the map.
Ο μαθητής ξεπατίκωσε τον χάρτη.

ανάγω κτ σε κτ

(follow to source)

Grace can trace her family tree to the sixteenth century.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Οι ερευνητές ανάγουν τα ευρήματα στην ελληνιστική περίοδο.

ίχνος

noun (detectable amount)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There were traces of mud on the carpet where Simon had walked through without taking his boots off first.
Υπήρχαν ίχνη λάσπης στο χαλί, εκεί που ο Σάιμον περπάτησε χωρίς να βγάλει πρώτα τις μπότες του.

ίχνος

noun (indication of presence)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There are traces that Olivia has been home, but she isn't here now.
Υπάρχουν σημάδια ότι η Ολίβια ήταν σπίτι, αλλά τώρα δεν είναι εδώ.

όργανο εντοπισμού

noun (tracking a phone call)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The trace helped the police to catch the criminal.

εντοπίζω

transitive verb (phone call: track)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Police tried to trace the call from the kidnapper, but he hung up too quickly.

ακολουθώ

transitive verb (follow course of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Robert traced the course of events leading to the crisis.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

phrasal verb, transitive, separable (often passive (identify origin, originator)

I have only been able to trace my family tree back five generations.

ούτε ίχνος

noun (no sign) (με άρνηση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Come April, there is not a trace left of the snow. There is not a trace of any sugar in this tea.

εντοπίσω την προέλευση

verbal expression (often passive (identify origin, owner)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The origins of Halloween can be traced back to the Celts.
Οι ρίζες του Χαλοουίν εντοπίζονται στους Κέλτες.

ιχνοστοιχείο

noun (very small quantity)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There were trace elements of poison in her blood.

ιχνοστοιχεία

plural noun (chemical nutrients)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

περιγράφω, σκιαγραφώ

(outline)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανακαλύπτω, βρίσκω

(figurative (discover or describe)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The police had to trace out where the gun had been sold in order to discover the murderer.

εντοπίζω από που προέρχεται

verbal expression (find the source of)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ian tried in vain to trace the origin of the slanderous rumor. Doctors are hoping to trace the origin of the salmonella outbreak.

βρίσκω την καταγωγή

verbal expression (learn the ancestry of)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The internet makes the task of tracing the origins of your family much easier.

χωρίς να αφήσω ίχνη πίσω μου

adverb (leaving no indication or mark)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του traced στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του traced

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.