Τι σημαίνει το transfer στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης transfer στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του transfer στο Αγγλικά.
Η λέξη transfer στο Αγγλικά σημαίνει μεταφέρω, μεταφέρω, αλλάζω, μεταθέτω, συνδέω, αλλαγή, εισιτήριο μετεπιβίβασης, μεταφορά, μεταγραφή, τύπωμα, μετάθεση, μετακινούμαι, μετεγγράφομαι, αλλάζω, μεταβιβάζω, μεταδίδω, μεταφορά από/προς αεροδρόμιο, μεταφορά χρημάτων μεταξύ λογαριασμών, έμβασμα, εντολή πληρωμής, μεταφορά πίστωσης, τερματικό ηλεκτρονικής μεταφορά κεφαλαίων στο σημείο πώλησης, ηλεκτρονική μεταφορά κεφαλαίων, ηλεκτρονική μεταφορά χρημάτων, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, προσωρινή μετάθεση, κιβώτιο μεταφοράς, tRNA, εισιτήριο πολλαπλών διαδρομών, τραπεζικό έμβασμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης transfer
μεταφέρωtransitive verb (convey [sth] to new place) (σε χώρο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The manager transferred the box of shoes to the other warehouse. Ο προϊστάμενος μετέφερε το κιβώτιο με τα παπούτσια στην άλλη αποθήκη. |
μεταφέρωtransitive verb (often passive (convey [sb] to new place) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The prisoner was transferred to a maximum-security prison. |
αλλάζωtransitive verb (change: train, bus, plane) (συγκοινωνία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He transferred trains in Madrid on his way to Barcelona. Για να πάει στη Βαρκελώνη άλλαξε τρένο στη Μαδρίτη. |
μεταθέτωtransitive verb (often passive (assign [sb] to new work location) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) My boss is transferring me to the new office in San Francisco. |
συνδέωtransitive verb (phone: pass to) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hold on the phone while I transfer you to our customer service department. Παρακαλώ μείνετε στη γραμμή μέχρι να σας συνδέσω με το τμήμα εξυπηρέτησης πελατών. |
αλλαγήnoun (change of transport) (μέσου μετακίνησης) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) My journey from the US to the UK involved two transfers. |
εισιτήριο μετεπιβίβασηςnoun (US (ticket for change in transport) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) When leaving the metro, you'll need a transfer to use the bus. Όταν βγεις απ' το μετρό, μπορείς να πάρεις ένα εισιτήριο μετεπιβίβασης για λεωφορείο. |
μεταφοράnoun (conveying [sb] to new place) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The transfer was smooth thanks to the consultant's help. |
μεταγραφήnoun (soccer player: change of team) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He's Manchester United's most expensive transfer yet. |
τύπωμαnoun (iron-on design for T-shirt, etc.) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Be careful not to wrinkle the transfer when you iron it. |
μετάθεσηnoun (new work location assignment) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Louis is hoping for a transfer to Singapore. |
μετακινούμαιintransitive verb (change place) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) After two tours of combat duty, the soldiers were ready to transfer. |
μετεγγράφομαιintransitive verb (US (change colleges) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) He transferred to UCLA after his freshman year. |
αλλάζωintransitive verb (change transport) (μέσο συγκοινωνίας) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We'll have to transfer at Northgate Station. |
μεταβιβάζωtransitive verb (law: change ownership to) (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) After two months, the house was transferred to the new owner. |
μεταδίδω(transmit) (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He transferred all his knowledge to his replacement at work. |
μεταφορά από/προς αεροδρόμιοnoun (transport to or from an airport) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μεταφορά χρημάτων μεταξύ λογαριασμώνnoun (money sent between accounts) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
έμβασμαnoun (money-sending method) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
εντολή πληρωμής, μεταφορά πίστωσηςnoun (sending money to another account) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
τερματικό ηλεκτρονικής μεταφορά κεφαλαίων στο σημείο πώλησηςnoun (acronym (payment system) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ηλεκτρονική μεταφορά κεφαλαίων, ηλεκτρονική μεταφορά χρημάτωνnoun (finance) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>noun (payment into an account) |
προσωρινή μετάθεσηnoun (relocation for a short period) Adrian got a temporary transfer to the company's Paris office; he would be spending three months there. |
κιβώτιο μεταφοράςnoun (automotive: part of the drivetrain) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
tRNAnoun (genetic molecule) (γενετική) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
εισιτήριο πολλαπλών διαδρομώνnoun (prepaid pass for public transport) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
τραπεζικό έμβασμαnoun (bank-to-bank money transfer) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) When my sister lost all her money, I sent her a wire transfer so she could get home. Όταν η αδερφή μου έχασε όλα της τα χρήματα, της έστειλα τραπεζικό έμβασμα για να μπορέσει να έρθει σπίτι. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του transfer στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του transfer
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.