Τι σημαίνει το transport στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης transport στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του transport στο Αγγλικά.

Η λέξη transport στο Αγγλικά σημαίνει μεταφορά, μετακίνηση, μεταφορικό μέσο, μέσο μεταφοράς, μεταφορά, μεταφέρω, μεταφορά, κύμα, μεταφορικός, εκστασιάζομαι, εξορίζω, αερομεταφορά, αεροπλανοφόρο, μέσο μεταφοράς για διακίνηση φορτίου, Υπουργείο Μεταφορών, μεταφορά εμπορευμάτων, βαρέα οχήματα, θαλάσσιες μεταφορές, μεταφορικό μέσο, στρατιωτικά οχήματα, μέθοδος μεταφοράς, τρόπος μεταφοράς, δημόσιες συγκοινωνίες, στόλος, μεταγωγικό ελικόπτερο, πλοίο μεταφοράς στρατιωτικού εξοπλισμού, στρατιωτικό όχημα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης transport

μεταφορά, μετακίνηση

noun (transportation) (η αλλαγή θέσης)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Buses provide transport in and around the city.
Τα λεωφορεία παρέχουν δυνατότητα μετακίνησης μέσα και γύρω από την πόλη.

μεταφορικό μέσο, μέσο μεταφοράς

noun (type of vehicle: bus, car, etc.)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
What sort of transport do you use to get to work? For teenagers, having their own transport helps them become independent.
Τι μεταφορικό μέσο χρησιμοποιείς για να πας στη δουλειά;

μεταφορά

noun (moving [sb] or [sth])

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We need to arrange transport of the painting to the museum.
Πρέπει να κανονίσουμε τη μεταφορά του πίνακα στο μουσείο.

μεταφέρω

transitive verb (shipping: carry)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lorries transported the goods from the factory to retail outlets around the country.
Τα φορτηγά μετέφεραν τα αγαθά από το εργοστάσιο σε καταστήματα λιανικού εμπορίου σε ολόκληρη τη χώρα.

μεταφορά

noun (shipping)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Transport of the goods took longer than expected.

κύμα

noun (often plural (state of ecstasy) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The little girl went into transports of delight when she saw the puppy her parents had bought her. In a transport of passion, Oliver declared his love to Lucy.

μεταφορικός

noun as adjective (relating to transport)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Please visit our website for transport information.

εκστασιάζομαι

transitive verb (figurative, usually passive (delight) (μεταφορικά: εγώ ο ίδιος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Arriving at the top of the mountain, the young couple were transported by the glorious panorama that met their eyes.

εξορίζω

transitive verb (historical, often passive (exile to penal colony)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
In the nineteenth century, British criminals were often transported to Australia.

αερομεταφορά

noun (shipping, travel by aircraft)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The goods were packed and shipped today for air transport to Taipei.

αεροπλανοφόρο

noun (aircraft used for this)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μέσο μεταφοράς για διακίνηση φορτίου

noun (freight-carrying transport)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Υπουργείο Μεταφορών

noun (UK, obsolete, initialism (Department of Transport) (των ΗΠΑ)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μεταφορά εμπορευμάτων

noun (movement of cargo)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βαρέα οχήματα

noun (large haulage vehicles)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Heavy transport was banned from passing through the village, because the vibrations were undermining the older houses.

θαλάσσιες μεταφορές

noun (sea-going boats and ships)

The economies of many EU countries rely heavily upon marine transport.

μεταφορικό μέσο

noun (vehicle or system of travel)

Her bicycle was her only means of transport.

στρατιωτικά οχήματα

noun (army vehicles)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

μέθοδος μεταφοράς, τρόπος μεταφοράς

noun (means of travel)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δημόσιες συγκοινωνίες

noun (fare-paying travel)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The snow brought public transport to a halt.
Το χιόνι διέκοψε τη λειτουργία των δημόσιων συγκοινωνιών.

στόλος

noun (group of air and road vehicles)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μεταγωγικό ελικόπτερο

noun (type of military aircraft)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πλοίο μεταφοράς στρατιωτικού εξοπλισμού

noun (vessel carrying military equipment)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

στρατιωτικό όχημα

noun (vehicle: carries soldiers)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του transport στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του transport

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.