Τι σημαίνει το move στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης move στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του move στο Αγγλικά.

Η λέξη move στο Αγγλικά σημαίνει κινούμαι, κινούμαι, προχωράω, μετακινούμαι, μετακινούμαι, μεταφέρομαι, πάω, προχωράω, πηγαίνω, κάνω, μετακινώ, μεταφέρω, συγκινώ, μετακομίζω, κίνηση, κίνηση, σειρά, μετακόμιση, κινούμαι, μετακινούμαι, μετατοπίζομαι, κινούμαι, παίζω, εκκενώνομαι, προτείνω, αλλάζω, μετακινώ, κουνάω, κουνάω, διακινώ, ωθώ, ωθώ, κινούμαι ακατάπαυστα,νευρικά, αλλάζω τόπο διαμονής, κινούμαι,μετακινούμαι, προχωρώ, τραβάω το δρόμο μου, χωρίζω, χωρίζω, κινούμαι, μετακινούμαι, προχωρώ, προοδεύω, προχωράω, μετακομίζω, επεμβαίνω, πλησιάζω με σκοπό να επιτεθώ, εγκαθίσταμαι μαζί, την πέφτω σε κπ, μετακομίζω, εγκαθίσταμαι, φεύγω, απομακρύνομαι, πάω αλλού, πάω παρακάτω, προχωρώ παραπέρα, προχωράω, προχωρώ, απομακρύνω, μετακομίζω, κάνω στην άκρη, αποσύρομαι, περνάω από δίπλα, ξεπερνάω, περνάω δίπλα, ανεβαίνω στην ιεραρχία, μετακινούμαι, κινούμαι ασταμάτητα, ταξιδεύω συνέχεια, λάθος κίνηση, κουνιέμαι, κουνιέμαι, αλλαγή σταδιοδρομίας, επαγγελματική κίνηση, φιγούρα, κάνω γρήγορα, μετακόμιση, μετακομίζω, δρω, την πέφτω σε κπ, κάνω την πρώτη κίνηση, κάνω το πρώτο βήμα, κάνω πέρα, κάνω στην άκρη, μετακομίζω, απομακρύνομαι, απομακρύνω, απομακρύνομαι από κπ/κτ, απομακρύνω κτ από κπ/κτ, υποχωρώ,οπισθοχωρώ, επιστρέφω στην προγούμενη θέση, βάζω κτ πίσω, πλησιάζω, πλησιάζω, συγκινώ βαθιά, μετακινώ κτ προς τα εμπρός, κινούμαι ελεύθερα, μετακινούμαι ελεύθερα, κινούμαι ελεύθερα, κινώ γη και ουρανό, μετακομίζω, ετοιμάζομαι να ρίξω το τελειωτικό χτύπημα, μεταρρυθμίζω, διασχίζω, κινητοποιώ, κάνω κπ να να δακρύσει, κινούμαι προς, στρέφομαι προς, στρέφομαι σε, στρέφομαι προς, στρέφομαι σε, δεν κινούμαι, μένω ακίνητος, σε κίνηση, τριγυρίζω, όταν είμαι στο δρόμο, όταν είμαι έξω, έξυπνη κίνηση, λάθος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης move

κινούμαι

intransitive verb (be in motion)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Stop moving and the wasp will leave you alone.
Σταμάτα να κουνιέσαι και η σφήκα θα σε αφήσει ήσυχη.

κινούμαι, προχωράω

intransitive verb (advance)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The protesters moved towards the line of police.
Οι διαδηλωτές κινήθηκαν (or: προχώρησαν) προς τους παραταγμένους αστυνομικούς.

μετακινούμαι

intransitive verb (change position, location)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
This seat is reserved. I'm afraid you'll have to move.
Αυτή η θέση είναι κρατημένη. Φοβάμαι ότι θα πρέπει να μετακινηθείτε.

μετακινούμαι, μεταφέρομαι

(change position, location) (σε κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Amy moved to a seat near the front of the room.
Η Έιμι μετακινήθηκε σε μια θέση κοντά στην μπροστινή πλευρά της αίθουσας.

πάω, προχωράω

(turn attention to) (καθομιλουμένη: σε κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I want to move to the question of how we are to finance this project.
Θέλω να πάμε στην ερώτηση του πώς θα χρηματοδοτήσουμε αυτό το έργο.

πηγαίνω, κάνω

verbal expression (take action) (μτφ, καθομ: να κάνω κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He moved to open the door but she grabbed his arm.
Πήγε (or: Έκανε) να ανοίξει την πόρτα, αλλά του άρπαξε το χέρι.

μετακινώ, μεταφέρω

transitive verb (change position, location of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I moved the car closer to the house.
Μετακίνησα το αυτοκίνητο πιο κοντά στο σπίτι.

συγκινώ

transitive verb (often passive (affect emotionally)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Everyone was moved by the film.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Συγκινήθηκα από την κίνησή σου.

μετακομίζω

intransitive verb (change residence)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
When I was five years old, we moved.
Όταν ήμουν πέντε ετών, μετακομίσαμε.

κίνηση

noun (movement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
With a sudden move, he grabbed the robber.
Με μια απότομη κίνηση, άρπαξε τον ληστή.

κίνηση

noun (step toward [sth])

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The sheriff blocked the outlaw's move for the door.

σειρά

noun (game: turn)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It is my move next.
Η επόμενη κίνηση είναι δική μου.

μετακόμιση

noun (informal (house move: change of residence)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
All our belongings are packed up in boxes, ready for the move.

κινούμαι, μετακινούμαι, μετατοπίζομαι

intransitive verb (follow a course)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The storm is moving to the east.
Η καταιγίδα κινείται (or: μετατοπίζεται) προς τα ανατολικά.

κινούμαι

intransitive verb (merchandise: be sold) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The new merchandise isn't moving.
Το νέο εμπόρευμα δεν πουλάει.

παίζω

intransitive verb (game: take a turn)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It's your turn to move.
Είναι σειρά σου να παίξεις.

εκκενώνομαι

intransitive verb (bowels: evacuate) (επίσημο, ευφημισμός)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The food made his bowels move quickly.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το έντερό μας πρέπει να εκκενώνεται τακτικά.

προτείνω

(make a proposal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The council member moved to adjourn the session.
Το μέλος του συμβουλίου πρότεινε την αναβολή της συνεδρίασης.

αλλάζω

transitive verb (change: residence)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She moved apartments twice last year.
Άλλαξε διαμέρισμα δυο φορές πέρσι.

μετακινώ, κουνάω

transitive verb (advance: a game piece)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He moved his piece forward four spaces.
Μετακίνησε (or: Κούνησε) το πιόνι του τέσσερα κουτάκια μπροστά.

κουνάω

transitive verb (put in motion)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He moved his arms up and down.
Κούνησε τα χέρια του πάνω-κάτω.

διακινώ

transitive verb (informal (sell: goods, merchandise)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We have to move the merchandise before the end of the fiscal year.

ωθώ

(impel emotionally) (κάποιον να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Karen was moved to take in the stray dogs.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το ντοκιμαντέρ με ώθησε να ασχοληθώ πιο ενεργά με την οικολογία.

ωθώ

(cause, provoke) (κπ σε κτ ή να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
His actions moved her to call the police.
Οι πράξεις του με ανάγκασαν να καλέσω την αστυνομία.

κινούμαι ακατάπαυστα,νευρικά

phrasal verb, intransitive (UK (fidget, be restless)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The child was moving about in his chair because he was bored.

αλλάζω τόπο διαμονής

phrasal verb, intransitive (UK (relocate frequently)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Irena often has to move about because of her job; she's lived in three different countries in the last five years.

κινούμαι,μετακινούμαι

phrasal verb, intransitive (UK (be mobile or active)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You should move about more, not sit in front of the computer all day!

προχωρώ

phrasal verb, intransitive (advance, go forward)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The train was moving along at great speed.
Το τρένο προχωρούσε με μεγάλη ταχύτητα.

τραβάω το δρόμο μου

phrasal verb, intransitive (leave, go on your way)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The officer told the boys to move along.
Ο αξιωματικός είπε στα αγόρια να τραβήξουν τον δρόμο τους.

χωρίζω

phrasal verb, intransitive (separate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The curtains moved apart to reveal the actors on the stage.

χωρίζω

phrasal verb, transitive, separable (separate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κινούμαι

phrasal verb, intransitive (be mobile, active)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The doctor said I have to move around in order to maintain my weight. He's always moving around; he never stays long in one place.
Ο γιατρός είπε ότι πρέπει να κινούμαι για να διατηρήσω το βάρος μου. Κινείται συνέχεια, δεν μένει ποτέ για πολύ σε ένα μέρος.

μετακινούμαι

phrasal verb, intransitive (relocate frequently)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Diplomats frequently move around from one country to another.
Οι διπλωμάτες μετακινούνται συχνά από τη μία χώρα στην άλλη.

προχωρώ

phrasal verb, intransitive (advance, go forwards)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Put the car in gear so you can move forward.
Για να προχωρήσεις βάλε ταχύτητα στο αυτοκίνητο.

προοδεύω, προχωράω

phrasal verb, intransitive (figurative (make progress) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Now that I have the supplies I need, I can move forward with my project. We've moved forward as a country since the days of racial and gender discrimination.
Τώρα που έχω τα απαιτούμενα εφόδια, μπορώ να προχωρήσω το σχέδιό μου. Έχουμε προοδεύσει ως χώρα από τον καιρό των διακρίσεων βάσει φυλής ή φύλου.

μετακομίζω

phrasal verb, intransitive (make one's home)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I've found a new flat, and I'm moving in next week.
Βρήκα ένα νέο διαμέρισμα και θα μετακομίσω την επόμενη εβδομάδα.

επεμβαίνω

phrasal verb, intransitive (become involved)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Terry's future mother-in-law moved in and took over control of all the wedding arrangements.
Η μέλλουσα πεθερά της Τέρυ επενέβη και ανέλαβε ολόκληρη τη διοργάνωση του γάμου.

πλησιάζω με σκοπό να επιτεθώ

(move closer to attack or capture)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When the signal was given the police quickly moved in on the suspect and arrested him.

εγκαθίσταμαι μαζί

(intrude)

The salesman lost customers when a competitor moved in on his territory.

την πέφτω σε κπ

(make advances to) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He was about to move in on her when her boyfriend returned.

μετακομίζω, εγκαθίσταμαι

phrasal verb, transitive, inseparable (take up residence in)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
They moved into their new home last week.

φεύγω, απομακρύνομαι

phrasal verb, intransitive (vehicle: drive away)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He put the car in gear and moved off down the highway.

πάω αλλού

phrasal verb, intransitive (go elsewhere)

I've really enjoyed my time in Rome, but now it's time for me to move on.
Πραγματικά πέρασα πολύ καλά στη Ρώμη, αλλά ήρθε η ώρα να πάω αλλού.

πάω παρακάτω

phrasal verb, intransitive (informal, figurative (accept change) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Roger is ready to move on after his divorce.
Μετά το διαζύγιό του ο Ρότζερ είναι έτοιμος να πάει παρακάτω.

προχωρώ παραπέρα

phrasal verb, intransitive (figurative (take up new activity, subject) (μεταφορικά)

If everyone understands that now, let's move on.
Αν το κατάλαβαν όλοι, ας προχωρήσουμε παραπέρα.

προχωράω, προχωρώ

(figurative (progress to) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
After the children have mastered addition they will move on to division.
Αφού μάθουν καλά την πρόσθεση, τα παιδιά θα προχωρήσουν στη διαίρεση.

απομακρύνω

phrasal verb, transitive, separable (often passive (compel to go elsewhere)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They went to the park, but once more the police moved them on.
Πήγαν στο πάρκο αλλά γι' ακόμα μια φορά η αστυνομία τους έδιωξε.

μετακομίζω

phrasal verb, intransitive (leave one's home)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Although I got on well with my parents, I couldn't wait to move out.
Παρόλο που τα πήγαινα καλά με τους γονείς μου, ανυπομονούσα να μετακομίσω.

κάνω στην άκρη

phrasal verb, intransitive (move aside to create space)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The rude man refused to move over to let me pass.
Ο αγενής άντρας αρνήθηκε να κάνει στην άκρη για να μ' αφήσει να περάσω.

αποσύρομαι

phrasal verb, intransitive (figurative (concede loss of position)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tony moved over to let Andrew take over as team leader.
Ο Τόνυ αποσύρθηκε και άφησε τον Άντριου ν' αναλάβει αρχηγός της ομάδας.

περνάω από δίπλα

phrasal verb, intransitive (go by)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The crowd were waving flags as the president's car moved past.

ξεπερνάω

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (pain, etc.: get over)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Natalie has moved past the disappointment of splitting up with her last boyfriend, and is much happier now.

περνάω δίπλα

phrasal verb, transitive, inseparable (go by, pass) (από κάποιον, κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Thompson moved past the other runners into first position in the race.

ανεβαίνω στην ιεραρχία

phrasal verb, intransitive (be promoted)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sarah moved up and is now a sales manager.
Η Σάρα ανέβηκε στην ιεραρχία και τώρα είναι διευθύντρια πωλήσεων.

μετακινούμαι

phrasal verb, intransitive (informal (shift across to make room for [sb])

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
When Paul arrived, we all had to move up to make room for him on the sofa.
Όταν έφτασε ο Πολ έπρεπε όλοι να μετακινηθούμε για να του κάνουμε χώρο στον καναπέ.

κινούμαι ασταμάτητα

adjective (informal (never still)

Sheila is always on the move and never has the time to sit down for a chat.

ταξιδεύω συνέχεια

adjective (informal (travelling a lot)

Barry is always on move because he has to go on a lot of business trips.

λάθος κίνηση

noun (informal (ill-judged action)

It was a bad move to mention Lisa's new boyfriend in front of her ex.

κουνιέμαι

verbal expression (slang (go, leave) (μεταφορικά, αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It's time to bust a move because it's getting late.

κουνιέμαι

verbal expression (slang, dated (dance) (μτφ, καθομ: χορεύω)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Gino is busting some moves on the dancefloor.

αλλαγή σταδιοδρομίας

noun (change of profession)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
After working for years as a journalist, Linda decided on a career move and went back to school.

επαγγελματική κίνηση

noun (for professional success)

If you do an MBA degree, it could be a good career move that helps you to get a promotion.

φιγούρα

noun (movement or step in dancing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The hip-hop dance style has taken some of their dance moves from belly dance.

κάνω γρήγορα

verbal expression (informal (hurry up)

μετακόμιση

noun (change of residence)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Juan is helping me with my house move by carrying some furniture in his truck.

μετακομίζω

verbal expression (informal (leave)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He was tired of this town, so he decided to make a move.

δρω

verbal expression (figurative, informal (begin, act)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Jane thought it was the right time to make a move and open her own restaurant.

την πέφτω σε κπ

verbal expression (informal (try to seduce) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω την πρώτη κίνηση, κάνω το πρώτο βήμα

verbal expression (act before anyone else)

The general was patiently waiting for the enemy to make the first move.

κάνω πέρα, κάνω στην άκρη

(get out of the way)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Police officers asked people to move aside so that the senator could get to his car.

μετακομίζω

(relocate, go to live elsewhere)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I moved away when I was 18 years old and went to live in the city.
Μετακόμισα όταν ήμουν 18 χρονών και πήγα να ζήσω στην πόλη.

απομακρύνομαι

(retreat, step back)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I moved away from the fire because it was too hot.
Απομακρύνθηκα απ' τη φωτιά γιατί έκαιγε πολύ.

απομακρύνω

(place at a greater distance)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The mother moved the glass away, out of the child's reach.
Η μητέρα απομάκρυνε το ποτήρι ώστε να μην το φτάνει το παιδί.

απομακρύνομαι από κπ/κτ

verbal expression (step further from)

Alice moved away from the rubbish bin when she noticed the bad smell.

απομακρύνω κτ από κπ/κτ

verbal expression (place at a greater distance from)

The mother moved the glass away from the child's reach.

υποχωρώ,οπισθοχωρώ

(step backwards, retreat)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I moved back when I saw the Rottweiler in my path.

επιστρέφω στην προγούμενη θέση

(return to previous location)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I will move back home when my exams finish.

βάζω κτ πίσω

(place in previous location)

We had moved the furniture to the sides of the room to create space for people to dance at the party, and the next day we moved it back.

πλησιάζω

(get nearer to each other)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πλησιάζω

verbal expression (relocate to be nearer to [sth], [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συγκινώ βαθιά

transitive verb (have a profound emotional effect on)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μετακινώ κτ προς τα εμπρός

(place closer to the front)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
In order to rotate the stock, move the old product forward and put the new product behind it on the shelf.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Θα μπορούσες να μετακινήσεις τις κονσέρβες που κοντεύουν να λήξουν προς τα εμπρός;

κινούμαι ελεύθερα

intransitive verb (have unrestricted motion)

To do this exercise, you need to find a large space where you can move freely.

μετακινούμαι ελεύθερα, κινούμαι ελεύθερα

intransitive verb (have the right to cross borders)

Citizens of the European Union have the right to move freely between member countries.

κινώ γη και ουρανό

verbal expression (figurative (do everything in one's power) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If I could I would move heaven and earth to make him well again. I will move heaven and earth to achieve my goals.
Αν μπορούσα θα κινούσα γη και ουρανό για να τον κάνω πάλι καλά. Θα κινήσω γη και ουρανό για να επιτύχω τους στόχους μου.

μετακομίζω

(change residence)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We're moving house so we need to pack everything into boxes.
Μετακομίζουμε, γι' αυτό και πρέπει να τα πακετάρουμε όλα σε κούτες.

ετοιμάζομαι να ρίξω το τελειωτικό χτύπημα

verbal expression (informal, figurative (get ready to defeat [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The boxer could see that his opponent was tiring so he moved in for the kill.

μεταρρυθμίζω

verbal expression (figurative (change the rules)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When the education authorities keep moving the goalposts, it's difficult for teachers to teach effectively.

διασχίζω

verbal expression (travel through a place)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The army is currently moving through the forest on their way to the city.
Ο στρατός αυτήν τη στιγμή διασχίζει το δάσος και κατευθύνεται προς την πόλη.

κινητοποιώ

verbal expression (motivate to do [sth]) (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A news report about the famine moved James to action and he decided to make a donation to charity.

κάνω κπ να να δακρύσει

verbal expression (make weep with emotion)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Kathy was moved to tears by the sad ending to the film.

κινούμαι προς

(approach, get closer to)

As we moved towards the stadium, we could hear the cheers of the crowd.

στρέφομαι προς, στρέφομαι σε

(figurative (tend towards) (μεταφορικά)

An increasing number of businesses are moving towards cloud computing.

στρέφομαι προς, στρέφομαι σε

verbal expression (figurative (tend towards) (μεταφορικά)

More companies are moving towards allowing their employees to work from home on certain days.

δεν κινούμαι, μένω ακίνητος

intransitive verb (be still)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Don't move, or the snake will bite you.

σε κίνηση

adjective (informal (restless, mobile)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
After robbing the bank, he was constantly on the move trying to evade the authorities.

τριγυρίζω

adverb (informal (moving around)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Be careful out there; the lions are on the move.

όταν είμαι στο δρόμο, όταν είμαι έξω

adverb (while moving)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My smartphone enables me to keep up with email on the move.

έξυπνη κίνηση

noun ([sth] done with slick competence)

λάθος

noun (informal (error)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Telling me to follow his advice was definitely a wrong move. I realize now that buying that new car was a wrong move.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του move στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του move

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.