Τι σημαίνει το usar στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης usar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του usar στο ισπανικά.
Η λέξη usar στο ισπανικά σημαίνει φοράω, φορώ, χρησιμοποιώ, φοράω, φορώ, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιώ, κάνω χρήση, φοράω, φορώ, φοράω, φορώ, χρησιμοποιώ, δανείζομαι, χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ, χειρίζομαι, χρησιμοποιώ, τρέχω, χρησιμοποιώ, παίρνω, εφαρμόζω, δαπανώ, ξοδεύω, αξιοποιώ, χρησιμοποιώ, φοράω, εκμεταλλεύομαι, αξιοποιώ, εφαρμόζω, αξιοποιώ, χρησιμοποιώ, παίρνω, αντλώ, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιώ κτ ως κτ, δικαίωμα χρήσης, μιας χρήσης, μιας χρήσεως, άχρηστος, αχρησιμοποίητος, ακατάλληλος για να φορεθεί, πρετ α πορτέ, μακρηγορώ αποσκοπώντας σε κωλυσιεργία, βάζω ενυδατική, βάζω ενυδατική κρέμα, ξαναεφαρμόζω, σβήνω, χρησιμοποιώ μια συντόμευση για κτ, αντιγράφω, κλέβω, τελειώνω με κτ, διαστρεβλώνω, στρεβλώνω, επικαλούμαι, γνώστης της χρήσης ηλεκτρονικού υπολογιστή, εύκολος στην χρήση, εύκολος στη χρήση, δικαίωμα χρήσης, ξυλόφουρνος, χρέωση για γκόλφ, πέφτω σε αχρηστία, στρουθοκαμηλίζω, διαχειρίζομαι τα οικονομικά μου, φοράω σορτσάκι, καθαρίζω τα δόντια με οδοντικό νήμα, χρησιμοποιώ οδοντικό νήμα, βάλε το μυαλό σου να δουλέψει, κινώ τα νήματα, χρησιμοποιώ κτ προς όφελός μου, χρησιμοποιώ κπ ως παράδειγμα, φορώ αξεσουάρ, βάζω αξεσουάρ, υπεκφεύγω, αοριστολογώ, χρησιμοποιώ κτ λανθασμένα, χρησιμοποιώ λανθασμένα, μπορώ να χρησιμοποιήσω, μαθαίνω σε κπ να πηγαίνει στην τουαλέτα, χτίζω πάνω σε, τελειώνω, αχρησιμοποίητος, αμεταχείριστος, έτοιμος για χρήση, αρχική κατάσταση, καθαρίζω τα δόντια με οδοντικό νήμα, χρησιμοποιώ αποσμητικό, βάζω αποσμητικό, ντύνομαι πολύ επίσημα, τσαπίζω, κομποστοποιώ, καταχρώμαι, μαθαίνω κτ να χρησιμοποιεί την άμμο του, έχω στη διάθεση μου, έτοιμος για χρήση, εκτός χρήσης, χρησιμοποιώ μικρόφωνο, υποχρεώνω κπ να χρησιμοποιήσει κτ για συγκεκριμένο σκοπό, φιλικός, σε αχρηστία, πρετ α πορτέ, πάω στο μπάνιο, πάω στην τουαλέτα, μιλάω τη νοηματική, κάνω χαλαρή ραφή, παίρνω με το κουτάλι, βγάζω για κυνήγι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης usar
φοράω, φορώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Todos usan jeans en estos días. Όλοι φοράνε τζιν στις μέρες μας. |
χρησιμοποιώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ella lo usó para lo que deseaba y luego lo dejó. |
φοράω, φορώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Qué zapatos debería usar? |
χρησιμοποιώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Él usa diferentes herramientas para hacer muebles. Χρησιμοποιεί διάφορα εργαλεία για να φτιάξει έπιπλα. |
χρησιμοποιώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Generalmente uso la biblioteca local para sacar libros prestados. Συχνά χρησιμοποιώ την τοπική βιβλιοθήκη για να δανείζομαι βιβλία. |
χρησιμοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Necesitas usar tu cerebro más seguido. Πρέπει να χρησιμοποιείς το μυαλό σου πιο συχνά. |
κάνω χρήση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Usa sal en las comidas. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Άρχισε να κάνει χρήση κοκαΐνης. |
φοράω, φορώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Qué debo ponerme hoy? Τι να βάλω σήμερα; |
φοράω, φορώ(maquillaje) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Esa niña es demasiado chica como para ponerse maquillaje. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Με εκνευρίζει όταν βλέπω δεκαπεντάχρονα κοριτσάκια να φοράνε κραγιόν. |
χρησιμοποιώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Este guiso usas todas las sobras de tu refrigerador. |
δανείζομαι(en préstamo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Puedo usar tu bolígrafo? Μπορώ να δανειστώ το στυλό σου; |
χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Usamos el término "libertad" en sentido amplio. Χρησιμοποιούμε τον όρο «ελευθερία» με την πιο ευρεία έννοιά της. |
χρησιμοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El albañil usó un cincel para tallar la piedra. Ο λιθοκτίστης χρησιμοποίησε ένα καλέμι για να λαξεύσει την πέτρα. |
χειρίζομαι, χρησιμοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Sabes cómo usar esta máquina? Ξέρεις να δουλεύεις αυτό το μηχάνημα; |
τρέχω(ζαργκόν: υπολογιστές) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Abby usa tres ordenadores a la vez en su oficina. Η Άμπι τρέχει συγχρόνως τρεις υπολογιστές στο γραφείο της. |
χρησιμοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παίρνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La cámara usa baterías de larga vida. |
εφαρμόζω(επίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Se utilizaron dos métodos para calcular la población. |
δαπανώ, ξοδεύω(χρήματα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hemos gastado todo el presupuesto solo para abrir la oficina. |
αξιοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La escuela utilizó los viejos establos y los convirtió en tres salas. |
χρησιμοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Audrey está aplicando el mismo método que la vez pasada. Debemos aplicar un poco de sentido común. Η Ώντρεϋ εφαρμόζει την ίδια μέθοδο με την προηγούμενη φορά. |
φοράω(ropa) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Qué tamaño vistes? |
εκμεταλλεύομαι, αξιοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El director quería aprovechar el potencial del equipo. |
εφαρμόζω, αξιοποιώ, χρησιμοποιώ(κάτι σε κάτι άλλο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gordon aplicó sus conocimientos de mecánica para construir una aeronave. |
παίρνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Estás actuando de una manera muy extraña. ¿Estás tomando drogas? |
αντλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Henrietta recurrió a su experiencia como capitana de hockey cuando le pidieron que lidere el proyecto. Η Ενριέτα άντλησε στοιχεία από την εμπειρία της ως αρχηγός στο χόκεϊ, όταν της ζήτησαν να ηγηθεί του έργου. |
χρησιμοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ruby vive sola, así que se vale de sus vecinos cuando necesita ayuda. |
χρησιμοποιώ κτ ως κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La víbora usa su cola como señuelo. |
δικαίωμα χρήσης
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Perdió el privilegio para usar el automóvil luego de que una noche estuvo afuera hasta muy tarde. |
μιας χρήσης, μιας χρήσεως
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Siempre usamos platos y vasos desechables cuando damos una fiesta para que la limpieza sea más fácil. Όταν κάνουμε πάρτι πάντοτε χρησιμοποιούμε πιάτα και ποτήρια μιας χρήσης για να είναι λίγο πιο εύκολο το μετέπειτα συγύρισμα. |
άχρηστος, αχρησιμοποίητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Maggie tiró la comida desaprovechada a la basura. Η Μάγκι πέταξε στα σκουπίδια το παραπανίσιο φαγητό. |
ακατάλληλος για να φορεθεί
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πρετ α πορτέ(για ρούχα) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
μακρηγορώ αποσκοπώντας σε κωλυσιεργία(legislación) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Los demócratas obstruyeron la legislación una vez que los republicanos consiguieron la mayoría. |
βάζω ενυδατική, βάζω ενυδατική κρέμα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Si no te hidratas, se te secará la piel. |
ξαναεφαρμόζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La economista reutilizó las teorías de Marx en su trabajo. |
σβήνω(με διορθωτικό υγρό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χρησιμοποιώ μια συντόμευση για κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) No trates de acortar el proceso, no va a funcionar. |
αντιγράφω, κλέβω(από κάποιον/κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Suspendí el examen porque Jill no me dejó copiarle. Απέτυχα στο τεστ γιατί η Τζιλ δε με άφησε να αντιγράψω από εκείνη. |
τελειώνω με κτ
¿Ya dejaste el teléfono? Τελείωσες με το τηλέφωνο επιτέλους; |
διαστρεβλώνω, στρεβλώνω(figurado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El informe sesgó la información para que pareciese más favorable a la ideología del partido. |
επικαλούμαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Harry alegó un dolor de cabeza para no visitar a los padres de Julie. |
γνώστης της χρήσης ηλεκτρονικού υπολογιστήlocución adjetiva (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
εύκολος στην χρήσηlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Jamás tuve un ordenador que fuera tan fácil de usar. |
εύκολος στη χρήσηlocución adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Este teléfono celular fácil de usar está diseñado especialmente para los mayores. |
δικαίωμα χρήσης
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Los miembros tienen derecho a usar todos los servicios del club. |
ξυλόφουρνος(PR) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
χρέωση για γκόλφ
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πέφτω σε αχρηστίαlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στρουθοκαμηλίζωexpresión (figuradi) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
διαχειρίζομαι τα οικονομικά μου
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Administra tus finanzas con prudencia. |
φοράω σορτσάκιlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Incluso en las ocasiones más formales, usaría pantalón corto (or: shorts). |
καθαρίζω τα δόντια με οδοντικό νήμα, χρησιμοποιώ οδοντικό νήμαlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βάλε το μυαλό σου να δουλέψειlocución verbal |
κινώ τα νήματα(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χρησιμοποιώ κτ προς όφελός μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mi padre fue a esta universidad, así que voy a sacar ventaja de eso y escribirlo en mi ensayo de solicitud. |
χρησιμοποιώ κπ ως παράδειγμα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
φορώ αξεσουάρ, βάζω αξεσουάρ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υπεκφεύγω, αοριστολογώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
χρησιμοποιώ κτ λανθασμέναlocución verbal Dan rompió el cuchillo porque lo usó incorrectamente. Ο Νταν έσπασε ένα μαχαίρι γιατί το χρησιμοποίησε λάθος. |
χρησιμοποιώ λανθασμένα
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
μπορώ να χρησιμοποιήσω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Juan es parapléjico, no tiene el uso de sus piernas. |
μαθαίνω σε κπ να πηγαίνει στην τουαλέταlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χτίζω πάνω σεlocución verbal (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El nuevo entrenador dijo que usaría de base el potencial existente del equipo. |
τελειώνωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Usé casi todo lo que había en la heladera para hacer esta comida. Τελείωσα σχεδόν ό,τι είχε το ψυγείο γι' αυτό το γεύμα. Η Μαίρη τελείωσε όλη τη βενζίνη μου και δεν ξαναγέμισε το ντεπόζιτο. |
αχρησιμοποίητος, αμεταχείριστοςlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
έτοιμος για χρήσηlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Este ordenador debería estar listo para usar. Αυτός ο υπολογιστής θα έπρεπε να είναι έτοιμος για χρήση. |
αρχική κατάστασηlocución adjetiva (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El libro nunca había sido sacado de su envoltorio original, estaba como nuevo. |
καθαρίζω τα δόντια με οδοντικό νήμα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ron tiene varias caries porque no usa el hilo dental con regularidad. |
χρησιμοποιώ αποσμητικό, βάζω αποσμητικό
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Hueles mal después de hacer ejercicio: deberías considerar ponerte desodorante. |
ντύνομαι πολύ επίσημα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τσαπίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jerry usó la azada con la tierra de su jardín por varias horas hasta que empezó a hacer demasiado calor fuera. Ο Τζέρι τσάπιζε το χώμα στον κήπο του για αρκετές ώρες πριν πιάσει η ζέστη. |
κομποστοποιώlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Puedes usar las cáscaras y pieles de vegetales y frutas como abono. |
καταχρώμαι(επίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Margaret usó excesivamente la crema humectante y su piel se veía grasosa. |
μαθαίνω κτ να χρησιμοποιεί την άμμο τουlocución verbal (γάτα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
έχω στη διάθεση μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mi amigo me dijo que estoy autorizado para usar su garaje mientras él está de vacaciones. |
έτοιμος για χρήσηlocución adjetiva (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Es más rápido comprar una laptop lista para usar que mandarte a construir una. |
εκτός χρήσης
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χρησιμοποιώ μικρόφωνο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υποχρεώνω κπ να χρησιμοποιήσει κτ για συγκεκριμένο σκοπόlocución verbal (χρηματικά ποσά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φιλικός(μεταφορικά: στο χρήστη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Este videojuego no es muy fácil de usar para los adultos; ¡mi hijo puede jugar, pero yo no entiendo cómo funciona! Αυτό το ηλεκτρονικό παιχνίδι δεν είναι πολύ φιλικό προς τους ενήλικες. Ο γιος μου μπορεί και το παίζει αλλά εγώ δεν καταλαβαίνω πως λειτουργεί! |
σε αχρηστίαlocución adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El nuevo equipo estaba sin usar en el depósito por toda la interminable burocracia. Ο καινούριος εξοπλισμός παρέμεινε αχρησιμοποίητος στην αποθήκη λόγω της ατελείωτης γραφειοκρατίας. |
πρετ α πορτέlocución adjetiva (για ρούχα, ξενικό) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
πάω στο μπάνιο, πάω στην τουαλέτα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Discúlpeme. Tengo que ir al baño. ¿Hay un baño por aquí cerca? |
μιλάω τη νοηματικήlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tiene una hermana sorda, así que sabe usar lengua de señas. |
κάνω χαλαρή ραφήlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παίρνω με το κουτάλι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Usa una cuchara para sacar la grasa flotando en la sopa cuando se enfría. Όταν κρυώσει η σούπα, πάρε το λίπος με ένα κουτάλι. |
βγάζω για κυνήγι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El noble usó a sus sabuesos para cacería. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του usar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του usar
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.