Τι σημαίνει το wage στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης wage στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του wage στο Αγγλικά.
Η λέξη wage στο Αγγλικά σημαίνει αμοιβή, πληρωμή, μισθός, διεξάγω, πληρώνω, αμοίβω, βασικός μισθός, κατώτερος μισθός, βασικός μισθός, κατώτερος μισθός, μικτός μισθός, μεικτός μισθός, ωρομίσθιο, μισθός που επαρκεί για τη διαβίωση, χαμηλός μισθός, χαμηλόμισθος, κατώτατο ωρομίσθιο, νομοθεσία ελάχιστων αποδοχών, άκαμπτος μισθός, εργατική νομοθεσία, ανώτατος μισθός, αυτός που φέρνει λεφτά στο σπίτι, πάγωμα μισθών, αύξηση μισθών, μισθωτή εργασία, πακέτο μισθοδοσίας, μισθός, μισθολογική κλίμακα, εκκαθαριστικό σημείωμα μισθοδοσίας, μισθολογική βαθμίδα, πολεμώ, κηρύσσω πόλεμο σε κπ/κτ, κάνω επίθεση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης wage
αμοιβή, πληρωμήnoun (pay per hour, day, week, etc.) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) All most people want is a job that pays a decent wage. Το μόνο που θέλουν οι περισσότεροι άνθρωποι είναι μια δουλειά με έναν αξιοπρεπή μισθό. |
μισθόςplural noun (regular pay) (συνήθως μηνιαίος) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) John's employers pay his wages directly into his bank account. Οι εργοδότες του Τζον καταθέτουν τους μισθούς του απευθείας στον τραπεζικό του λογαριασμό. |
διεξάγωtransitive verb (conduct) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) That newspaper is trying to damage the celebrity's reputation by waging a campaign of negative publicity. |
πληρώνω, αμοίβωtransitive verb (dated, rare (pay wages to) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βασικός μισθός, κατώτερος μισθόςnoun (basic pay level) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The base wage for this job is low, but as you gain experience your pay will be increased. |
βασικός μισθός, κατώτερος μισθόςnoun (base level of pay) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Minimum wage is the basic wage set by the government. |
μικτός μισθός, μεικτός μισθόςnoun (pay before tax) |
ωρομίσθιοnoun (money earned per hour) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μισθός που επαρκεί για τη διαβίωσηnoun (sufficient earnings to live on) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) This company doesn't even pay its employees a living wage. |
χαμηλός μισθόςnoun (small amount of remuneration) |
χαμηλόμισθοςadjective (receiving, paying a low wage) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κατώτατο ωρομίσθιοnoun (lowest hourly earnings permitted by law) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Many people are obliged to work for less than the minimum wage. |
νομοθεσία ελάχιστων αποδοχώνnoun (law governing minimum earnings) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Many conservatives find any minimum-wage law reprehensible. |
άκαμπτος μισθόςnoun (salary that does not vary) |
εργατική νομοθεσίαplural noun (regulations on working pay and conditions) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ανώτατος μισθόςnoun (maximum possible pay) |
αυτός που φέρνει λεφτά στο σπίτιnoun (person who works to support family) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The husband is the traditional wage earner in the family. |
πάγωμα μισθώνnoun (earnings fixed at current amount) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Management imposed a wage freeze for the year. |
αύξηση μισθώνnoun (pay raise) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μισθωτή εργασίαnoun (paid work done for an employer) |
πακέτο μισθοδοσίαςnoun (figurative (regular pay from an employer) (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
μισθόςnoun (pay per unit of time) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μισθολογική κλίμακαnoun (salary range) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εκκαθαριστικό σημείωμα μισθοδοσίαςnoun (summary of salary payments) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
μισθολογική βαθμίδαnoun (salary level or range) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πολεμώ(make war: engage in warfare) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) After a decade of waging war, even the country's bellicose leaders were beginning to long for peace. |
κηρύσσω πόλεμο σε κπ/κτverbal expression (launch an attack) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνω επίθεσηverbal expression (figurative (attack) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Cameron waged war on Brown's new economic policies. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του wage στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του wage
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.