Τι σημαίνει το whale στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης whale στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του whale στο Αγγλικά.

Η λέξη whale στο Αγγλικά σημαίνει φάλαινα, φάλαινα που έχει ξεβραστεί, γαλάζια φάλαινα, μικρό, γκρι φάλαινα, μεγάπτερη φάλαινα, μεγαλοπτεροφάλαινα, φάλαινα χάμπ-μπακ, φάλαινα δολοφόνος, όρκα, μαυροδέλφινο, σωστή φάλαινα, η φάλαινα φυσητήρας, φαλαινέλαιο, φαλαινοκαρχαρίας, παρατήρηση φαλαινών, παρατηρώ φάλαινες, παρατήρηση φαλαινών, λευκή φάλαινα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης whale

φάλαινα

noun (large sea mammal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Whales live in the ocean.
Οι φάλαινες ζουν στον ωκεανό.

φάλαινα που έχει ξεβραστεί

noun (large sea mammal stranded on shore)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
They tried everything to lead the beached whale back out to deep water, but to no avail.

γαλάζια φάλαινα

noun (large sea mammal)

μικρό

noun (baby whale)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
A new calf was spotted in the pod of whales.

γκρι φάλαινα

noun (large sea mammal)

Individual gray whales can be identified by their characteristic scar patterns.

μεγάπτερη φάλαινα

noun (abbreviation (humpback whale)

Suddenly, a humpback broke the surface of the water.

μεγαλοπτεροφάλαινα, φάλαινα χάμπ-μπακ

noun (large whale with humped body)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The humpback whale, one of the largest animals in the oceans, is known for its elaborate songs.

φάλαινα δολοφόνος, όρκα

noun (animal: sea mammal)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If we're lucky we might see a killer whale.

μαυροδέλφινο

noun (variety of sea mammal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σωστή φάλαινα

noun (large endangered sea mammal) (ζωολογία: μυστακοκήτη)

In my opinion the hunting of right whales should be forbidden.
Κατά τη γνώμη μου, θα πρέπει να απαγορευτεί το κυνήγι των σωστών φαλαινών.

η φάλαινα φυσητήρας

noun (huge sea mammal)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sperm whales are seriously endangered: all hunting of them should cease immediately.

φαλαινέλαιο

noun (oil made from whale blubber)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The Native Alaskans used whale oil in their lamps.

φαλαινοκαρχαρίας

noun (large fish)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

παρατήρηση φαλαινών

noun (trip to observe sea mammals)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

παρατηρώ φάλαινες

intransitive verb (observe sea mammals)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παρατήρηση φαλαινών

noun (observation of sea mammals)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

λευκή φάλαινα

noun (beluga: sea mammal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
From the deck the passengers suddenly spotted a white whale nearby.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του whale στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του whale

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.