Τι σημαίνει το where στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης where στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του where στο Αγγλικά.
Η λέξη where στο Αγγλικά σημαίνει πού, πού, πού, πού, πού, μέρος, όπου, όπου, πού, πού, όπου, στον οποίο, εάν είναι, όπου είναι, όταν είναι, φτάνω στο σημείο να, για να λέμε και του στραβού το δίκιο, από πού, χτυπάω κπ στο ευαίσθητο σημείο του, ενημερώνω, πληροφορώ, ας γίνει ό,τι θέλει, Απόδειξέ το!, πού αλλού, πού αλλού, όπου, εκεί όπου, όπου σημειώνεται, Πού στο καλό...;, πού στο καλό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης where
πούadverb (in or at what place?) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Where are my keys? Where are we? Πού είναι τα κλειδιά μου; Που βρισκόμαστε; |
πούadverb (to what place?) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Where is he going? Πού πηγαίνει; |
πούadverb (from what source?) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Where did you hear that rumour? Πού άκουσες αυτές τις φήμες; |
πούadverb (to what end?) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Where is this argument leading? Πού οδηγεί αυτό το επιχείρημα; |
πούadverb (in what situation?) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Where does this change leave us? Πού βρισκόμαστε με αυτή η αλλαγή; |
μέροςconjunction (in, at what place) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) That bar is where we first met. Αυτό το μπαρ είναι το μέρος που πρωτογνωριστήκαμε. |
όπουconjunction (in the place at which) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) That bar is in Madrid, where we spent two happy weeks. Αυτό το μπαρ είναι στη Μαδρίτη, όπου περάσαμε δύο ευτυχισμένες εβδομάδες. |
όπουconjunction (to what place) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I will go where you choose. Θα πάω όπου αποφασίσεις. |
πούadverb (in what circumstances?) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) So, where are we now with this plan? |
πούadverb (to what place?) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Where are we heading tonight? |
όπουconjunction (wherever) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) You can go where you want. |
στον οποίοconjunction (in which) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Rugby is a sport where you can get seriously injured if you are not careful. |
εάν είναι, όπου είναι, όταν είναιconjunction (if it is) Where possible, repairs will be made. |
φτάνω στο σημείο ναverbal expression (informal (reach a situation) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I have come to a point in my life where I do not like to party every night. |
για να λέμε και του στραβού το δίκιοexpression (expressing reluctant praise) (καθομιλουμένη) She wasn't the nicest boss, but credit where it's due, she did increase profits. |
από πούadverb (from what place?) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Where did you come from? Από πού ήρθες; |
χτυπάω κπ στο ευαίσθητο σημείο τουverbal expression (figurative (attack [sb]'s weak spot) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) His divorce hit him where it hurts: in his wallet. When he said I was ugly, he hit me where it hurts. Το διαζύγιο τον χτύπησε στο ευαίσθητο σημείο του: το πορτοφόλι του. |
ενημερώνω, πληροφορώtransitive verb (with clause: inform [sb]) (κπ ότι/πως, κπ για κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Kate had instructed the authorities where she had last seen her car. |
ας γίνει ό,τι θέλειexpression (leave it to fate) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I'm going to tell the boss the truth; let the chips fall where they may. |
Απόδειξέ το!expression (prove [sth]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) You think you can run faster than Tim? Put your money where your mouth is! |
πού αλλούconjunction (in what other place) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πού αλλούadverb (in what other place) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
όπου, εκεί όπου(in what location is) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Where is the nearest highway heading north? |
όπου σημειώνεταιadverb (in the places indicated) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
Πού στο καλό...;interjection (informal (question: where) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πού στο καλόexpression (informal (where, in what place) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του where στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του where
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.