Τι σημαίνει το west στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης west στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του west στο Αγγλικά.
Η λέξη west στο Αγγλικά σημαίνει δύση, δυτικός, προς τα δυτικά, δυτικές πολιτείες, δυτικές ΗΠΑ, Δύση, Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, ταξιδεύω δυτικά, τα τινάζω, πάω καλιά μου, πάω στα θυμαράκια, χαλάω, καταστρέφομαι, βορειοδυτικά, βορειοδυτικά, βορειοδυτικός, βορειοδυτικός, προς τα βορειοδυτικά, νοτιοδυτικός, νοτιοδυτικός, νοτιοδυτικός, με κατεύθυνση προς τα νοτιοδυτικά, νοτιοδυτικός, Upper West Side, Δυτική Αφρική, δυτική ακτή, Δυτική Ακτή, West End, Γουέστ Έντ, West End, Γουέστ Έντ, Δυτικογερμανός, Δυτικογερμανή, δυτικογερμανικός, από τις Δυτικές Ινδίες, Δυτικές Ινδίες, ιός του Δυτικού Νείλου, Δυτική Βιρτζίνια, δυτικός άνεμος, Άγρια Δύση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης west
δύσηnoun (compass point) (σημείο ορίζοντα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The sun sets in the west. Ο ήλιος δύει προς δυσμάς. |
δυτικόςadjective (of the west, occidental) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The west side of the mountain gets sun in the evening. |
προς τα δυτικάadverb (westward) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) He drove west toward the sunset. |
δυτικές πολιτείες, δυτικές ΗΠΑnoun (western USA) (ΗΠΑ) Seattle is in the West. |
Δύσηnoun (First World countries) (μεταφορικά) (κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.) Energy consumption is much higher in the West. |
Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίαςnoun (historical, initialism (Federal Republic of Germany) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ταξιδεύω δυτικάintransitive verb (literal (travel towards the west) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The M4 motorway goes west from London. |
τα τινάζω, πάω καλιά μου, πάω στα θυμαράκιαintransitive verb (figurative, slang (die) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The old cowboy has finally gone west. |
χαλάω, καταστρέφομαιintransitive verb (figurative, slang (be lost or broken) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
βορειοδυτικάnoun (north-western region) (επίρρημα σε θέση ουσιαστικού: Επίρρημα που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. θα έρθω με τον έτσι μου κλπ.) We're traveling to Washington, and other parts of the northwest, for vacation. |
βορειοδυτικάnoun (compass point: NW) (επίρρημα σε θέση ουσιαστικού: Επίρρημα που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. θα έρθω με τον έτσι μου κλπ.) The compass is stuck at northwest. |
βορειοδυτικόςadjective (in, of the northwest) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Cumbria is one of England's northwest counties. |
βορειοδυτικόςadjective (coming from the northwest) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
προς τα βορειοδυτικάadjective (going towards the northwest) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) From London, we took a northwest train as far as Oxford. |
νοτιοδυτικόςnoun (south-western region) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The weather is typically very dry in the southwest. |
νοτιοδυτικόςnoun (compass point: SW) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Southwest is marked with the letters "SW." |
νοτιοδυτικόςadjective (in, of the southwest) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Southwest architecture can now be found throughout the country. |
με κατεύθυνση προς τα νοτιοδυτικάadjective (towards the southwest) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The southwest window lets the late afternoon light into the room. |
νοτιοδυτικόςadjective (coming from the southwest) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
Upper West Sidenoun (district of Manhattan in New York) (περιοχή στο Μανχάταν) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
Δυτική Αφρικήnoun (most westerly part of Africa) |
δυτική ακτήnoun (land along western coastline) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Phu Quac is a lovely island off the west coast of Vietnam. |
Δυτική Ακτήnoun (US (area of US along Pacific coastline) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Some major cities on the West Coast are Los Angeles, San Francisco, and Seattle. |
West End, Γουέστ Έντnoun (London's commercial and tourist area) (κύριο ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. Ναύπλιο, Έβερεστ κλπ.) |
West End, Γουέστ Έντnoun (figurative (London theatre scene) (μεταφορικά) (κύριο ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. Ναύπλιο, Έβερεστ κλπ.) |
Δυτικογερμανός, Δυτικογερμανήnoun (person from West Germany) |
δυτικογερμανικόςadjective (relating to West Germany) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
από τις Δυτικές Ινδίεςadjective (of or from the West Indies) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) There's a large West Indian community in London. |
Δυτικές Ινδίεςplural noun (islands in the Caribbean) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) The islands of the West Indies are routinely hit by hurricanes. |
ιός του Δυτικού Νείλουnoun (infection transmitted by mosquitoes) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
Δυτική Βιρτζίνιαnoun (US state) |
δυτικός άνεμοςnoun (wind blowing towards the east) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The west wind blows across the Atlantic Ocean carrying rain to the British Isles. |
Άγρια Δύσηnoun (historical (early western US) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Our image of the Wild West has been largely shaped by Hollywood. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του west στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του west
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.