Τι σημαίνει το what στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης what στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του what στο Αγγλικά.

Η λέξη what στο Αγγλικά σημαίνει τι, τι, αυτός, τι, τι, πώς, ποιος, ό,τι, τι, τι, τι, πώς, τι, τι, τι, πόσο, ε, ένας θεός ξέρει τι άλλο, και όλα τα σχετικά, και όλα τα σχετικά, Πρόσεχε τι εύχεσαι., ότι και να γίνει, καταλαβαίνω, κατανοώ, είμαι τόσο καλός όσο λένε, εξετάζω, σκέφτομαι, προσδιορίζω, κάνω τα απαραίτητα, κάνε αυτό που πρέπει να κάνεις, κάνω ότι μπορώ, κάνε ό,τι θέλεις, τα καταφέρνω με ότι έχω, δεν τολμώ ούτε να σκεφτώ, αν σου λέει κάτι, αν έχει καμιά σημασία, για ποιό λόγο, δικαιώνομαι, παίρνω αυτό που μου αξίζει, δεν θα το πιστέψεις, μάντεψε, έχω τα προσόντα, με ποιο τρόπο, πως, ρωτάω, ρωτώ, ό,τι πρέπει, μαθαίνω, εννοώ αυτά που λέω, ο,τι και να γίνει, Τι σκέφτεσαι;, συνειδητοποιώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, Τι είπες;, Πως είπες;, Πως το πες αυτό;, βλέπω τι μπορεί να γίνει, βλέπω τι μπορώ να κάνω, ε, και;, ε και;, και λοιπόν;, και τι έγινε;, τι και αν, για νέο μας το λες;, σε ποιόν βαθμό, σε ποιόν βαθμό, τι ζωή και αυτή!, τι κρίμα, τι βρώμα, τι κρίμα, Τι θα έλεγες...;, Τι κάνεις;, σκασίλα μου!, Τι δουλειά κάνεις;, Με τι ασχολείσαι;, Έλα!, Τι ξέρεις εσύ;, Τι εννοείς;, Τι λες;, και;, Τι άλλο;, γιατί;, Τι λέει;, Τι συνέβη;, ότι βάζει ο νους σου, αν, επιπλέον, επιπρόσθετα, τι με περιμένει, Τι τύχη!, τι στην ευχή, τι στην ευχή, Τι στα κομμάτια;, Τι στα κομμάτια;, Τι στο διάολο;, Τι στο διάβολο;, τι στον διάβολο, τι στον πούτσο, Τι στο καλό;, τι στο καλό, τι στο καλό, Τι στο διάολο;, Τι στο διάβολο;, τι στο διάολο, τι στον κόρακα, τι στο διάολο, τι στον κόρακα, -, μια ψυχή που είναι να βγει, Τι ώρα είναι;, τι ώρα;, Ό,τι είναι να γίνει θα γίνει., με, ο πώς τον λένε, η πώς την λένε, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, τι χαμπάρια;, τι θα, τι είναι, Τι λέει;, Τι νέα;, Και τώρα; Και τώρα τι;, Τι τρέχει;, τι τρέχει με, Τι παίζει;, Τι τρέχει;, Τι παίζει;, Τι τρέχει;, Τι χαμπάρια;, τα βασικά, Τι τρέχει;, η πώς τη λένε;, πως τον λένε. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης what

τι

pronoun (question: tell me)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
What do you want to eat?
Τι θέλεις να φας;

τι

adjective (which)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
What make is your car?
Τι μάρκα είναι το αυτοκίνητό σου;

αυτός

pronoun (that which is)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
What surprises me is that the dog ever found its way home.
Αυτό που με εξέπληξε είναι πως ο σκύλος βρήκε το δρόμο για το σπίτι.

τι

interjection (repeat what you said)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
What? I can't hear you.
Ορίστε (or: Πώς); Δε σε άκουσα.

τι, πώς

interjection (expressing surprise)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
What! You didn't really do that?
Τι (or: Πώς)! Το έκανες στ' αλήθεια;

ποιος

pronoun (subject: questions)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
What is your name?
Ποιο είναι το όνομά σου;

ό,τι

pronoun (object: that which)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
He did what I told him to do.
Έκανε αυτό που του είπα να κάνει.

τι

adverb (to what extent?)

What do you care?

τι

adverb (to what degree?)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
What will you suffer for that useless person you love so much?

τι

pronoun (health)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
What hurts? Is it your kidney?

πώς

pronoun (character)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
What is he like? Can he be trusted?
Πώς είναι; Μπορούμε να τον εμπιστευτούμε;

τι

pronoun (identity)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
What is that?

τι

pronoun (occupation)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
What do you do for a living in the winter?

τι

pronoun (importance)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
What does it matter?

πόσο

pronoun (how much?)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
What is the price?
Ποια είναι η τιμή του;

ε

pronoun (UK, dated (Don't you agree?)

She's an absolutely lovely girl, what!
Είναι αξιαγάπητο κορίτσι, ε;

ένας θεός ξέρει τι άλλο

adverb (informal (and [sth] unknown)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I sent him out to do the shopping and he came back with a new TV and God knows what.

και όλα τα σχετικά

expression (informal (and the like, and similar)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

και όλα τα σχετικά

adverb (informal (and similar)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Πρόσεχε τι εύχεσαι.

verbal expression ([sth] desirable may have drawbacks)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ότι και να γίνει

adverb (whatever happens)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'll remain happy come what may.

καταλαβαίνω, κατανοώ

transitive verb (understand) (τι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I just cannot comprehend what made you do it.
Απλά δεν μπορώ να καταλάβω τι σε έκανε να το κάνεις.

είμαι τόσο καλός όσο λένε

verbal expression (be as good as claimed)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
That film's not all it's cracked up to be; I didn't enjoy it at all!

εξετάζω, σκέφτομαι

transitive verb (try to decide)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The government is debating whether to hold a referendum on this topic.
Η κυβέρνηση εξετάζει το ενδεχόμενο δημοψηφίσματος γι' αυτό το ζήτημα.

προσδιορίζω

transitive verb (facts: ascertain)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
"We must determine what exactly happened that night," said Inspector Brown.
«Πρέπει να προσδιορίσουμε τι ακριβώς έγινε εκείνη τη νύχτα» είπε ο επιθεωρητής Μπράουν.

κάνω τα απαραίτητα

verbal expression (take necessary action)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I know you don't want to put her in a home, but you have got to do what is needed.

κάνε αυτό που πρέπει να κάνεις

interjection (Take the necessary action.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω ότι μπορώ

verbal expression (do everything possible)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνε ό,τι θέλεις

verbal expression (do whatever you wish to do)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Since you've finished your work, do what you like for the rest of the day.

τα καταφέρνω με ότι έχω

verbal expression (cope, manage)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν τολμώ ούτε να σκεφτώ

verbal expression (find unpleasant to imagine) (ότι/πως/πώς/ποιον)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I dread to think how the victim's family must be feeling.

αν σου λέει κάτι, αν έχει καμιά σημασία

adverb (informal (in my opinion)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I know you won't change, but for what it's worth, I think that skirt looks awful on you.

για ποιό λόγο

adverb (why)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
For what reason are you two hours late arriving home?

δικαιώνομαι

verbal expression (for good actions)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
If you follow the rules and obey all guidelines, you will get what you deserve.

παίρνω αυτό που μου αξίζει

verbal expression (for bad actions) (με αρνητική έννοια)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you deliberately break the rules and disregard authority, you will get what you deserve.

δεν θα το πιστέψεις, μάντεψε

interjection (informal (used to announce news)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Guess what, I got the job!

έχω τα προσόντα

intransitive verb (expr (be able or qualified for [sth]) (έκφραση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Do you have what it takes to become a soldier?

με ποιο τρόπο, πως

adverb (how)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ρωτάω, ρωτώ

transitive verb (formal (with clause: ask)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I am writing to to inquire as to whether your company has any vacancies.

ό,τι πρέπει

noun (figurative, informal ([sth] needed and welcomed)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A week's holiday in the sun was just what the doctor ordered.

μαθαίνω

(details, reasons: ascertain) (ποιος, τι, γιατί)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
After weeks of work, the detective finally learned who the killer was.
Μετά από δουλειά εβδομάδων, ο αστυνόμος τελικά βρήκε ποιος ήταν ο δολοφόνος.

εννοώ αυτά που λέω

verbal expression (speak sincerely)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Does he mean what he says, or is he just making an empty promise?

ο,τι και να γίνει

adverb (whatever)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We need to get that money, no matter what!
Πρέπει να πάρουμε αυτά τα χρήματα ό,τι και να γίνει!

Τι σκέφτεσαι;

interjection (what are you thinking?)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συνειδητοποιώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω

(be aware) (πως, πόσο, τι, ποιος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He doesn't realize how important this is for me.
Δε συνειδητοποιεί πόσο σημαντικό είναι αυτό για μένα.

Τι είπες;, Πως είπες;, Πως το πες αυτό;

interjection (expressing astonishment or outrage) (έκπληξη, δυσφορία)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βλέπω τι μπορεί να γίνει, βλέπω τι μπορώ να κάνω

verbal expression (try to find solution)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The mechanic said he'd see what can be done to repair my car.

ε, και;

interjection (informal (I don't care)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Okay, so I look fat in these jeans – so what?
Εντάξει λοιπόν, δείχνω χοντρή με αυτό το τζιν. Ε, και;

ε και;, και λοιπόν;, και τι έγινε;

interjection (informal (who cares?)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
So you made a minor mistake! So what!
Έκανες λοιπόν ένα μικρό λαθάκι! Και τι έγινε;

τι και αν

conjunction (it's irrelevant)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
So what if I enjoy a beer now and then?
Τι και αν απολαμβάνω μια μπύρα μια στο τόσο;

για νέο μας το λες;

interjection (informal (not surprised) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Yes, you're late again—so what else is new?

σε ποιόν βαθμό

conjunction (the degree to which)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
To what extent do you think this program will affect young people?
Σε ποιόν βαθμό πιστεύεις ότι θα επηρεάσει το πρόγραμμα τους νέους;

σε ποιόν βαθμό

adverb (to what degree)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
We know that schools will be targeted in the upcoming budget cuts, but we do not yet know to what extent.

τι ζωή και αυτή!

interjection (expressing despair or exasperation)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
George works more than 80 hours a week. What a life!

τι κρίμα

interjection (informal (expressing disappointment)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
What a pity! - he had so much potential!

τι βρώμα

interjection (informal (that smells very bad) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τι κρίμα

interjection (informal (expressing disappointment)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Oh what a shame! - I can't go to the party because I have a bad cold.

Τι θα έλεγες...;

expression (with gerund: suggestion) (για κτ, να κάνω κτ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
What about seeing a movie tonight?

Τι κάνεις;

expression (what are you doing now?)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"What are you up to now?" a voice asked Sara when she answered the phone.

σκασίλα μου!

interjection (I don't care) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you want to ruin your life by quitting school, what do I care?
Θες να παρατήσεις το σχολείο και να καταστρέψεις τη ζωή σου; Σκασίλα μου!

Τι δουλειά κάνεις;, Με τι ασχολείσαι;

expression (What is your job?)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Έλα!

interjection (informal (expressing surprise)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Hey, what do you know! - we got here on time after all!

Τι ξέρεις εσύ;

interjection (informal (you have not informed enough to comment) (προσβλητικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You've never even been there! - what do you know?

Τι εννοείς;

expression (asking for clarification)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I don't know the word "combustion"--what do you mean?

Τι λες;

expression (asking opinion)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Does this color look good on me? What do you think?

και;

interjection (I don't care)

So you're earning more than me – what does it matter?

Τι άλλο;

expression (is there something additional?)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We need zucchini, corn, chicken, olive oil—what else?

γιατί;

(informal (why? to what purpose?)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
You bought another hat? What for? You already have lots.

Τι λέει;

interjection (informal (what's going on?) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Τι συνέβη;

expression (What occurred?)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ότι βάζει ο νους σου

noun (slang (the rest, et cetera)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My junk drawer's full of paper clips, old photos, sunglasses, and what have you.

αν

conjunction (supposing)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
What if she never comes back?
Και αν δεν γυρίσει ποτέ;

επιπλέον, επιπρόσθετα

adverb (moreover, in addition)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The food served in that restaurant is not very good and, what is more, it's overpriced.
Το φαγητό που σερβίρουν σε αυτό το εστιατόριο δεν είναι πολύ καλό και επιπλέον είναι υπερτιμημένο.

τι με περιμένει

interjection (what will happen in the future)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
With these guys in office who knows what lies ahead?

Τι τύχη!

interjection (that is fortunate)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τι στην ευχή

interjection (informal (expressing incomprehension)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
What on earth are you trying to do coming in yelling at me?

τι στην ευχή

pronoun (informal (what)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You still haven't explained what on earth you're doing here.

Τι στα κομμάτια;

interjection (informal, euphemism, dated (surprise, bewilderment)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
What the deuce has gone on here?

Τι στα κομμάτια;

interjection (euphemism, dated (surprise, bewilderment)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
What the d***ens was all that about?

Τι στο διάολο;, Τι στο διάβολο;

interjection (vulgar, offensive, slang (disbelief) (υβριστικό, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Julie saw the damage to her brand new car and exclaimed, "What the f***?"

τι στον διάβολο

interjection (vulgar, offensive, slang (incomprehension) (υβριστικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"What the f***?" said Eugene, staring at the instructions and scratching his head.
«Τι στον διάβολο;» είπε ο Ευγένιος κοιτώντας τις οδηγίες και ξύνοντας το κεφάλι του.

τι στον πούτσο

expression (vulgar, offensive, slang (what) (χυδαίο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
What the f*** do you think you're doing?
Τι στον πούτσο νομίζεις ότι κάνεις;

Τι στο καλό;

interjection (slang (disbelief, incomprehension) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τι στο καλό

pronoun (slang (incomprehension) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I don't know what the heck is taking him so long.

τι στο καλό

expression (slang (what) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
What the heck is going on here?

Τι στο διάολο;, Τι στο διάβολο;

interjection (slang, potentially offensive (bewilderment) (καθομιλουμένη, προσβλητικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The boss is piling all the rest of his office furniture on top of his desk – what the hell?

τι στο διάολο, τι στον κόρακα

pronoun (slang (what)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
I'm not sure what the hell's been happening here, but you've got some explaining to do!
Δεν ξέρω τι στον κόρακα (or: τι στο διάολο) συμβαίνει εδώ αλλά έχετε να δώσετε εξηγήσεις!

τι στο διάολο, τι στον κόρακα

interjection (slang (incomprehension)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
What the hell is going on here?

-

pronoun (slang, potentially offensive (whatever) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
You can do what the hell you want. See if I care.
Μπορείς να κάνεις ότι θες ρε γαμώτο. Χέστηκα!

μια ψυχή που είναι να βγει

interjection (slang (resignation) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I don't want to do it, but what the hell?
Δεν θέλω να το κάνω, αλλά δε γαμιέται...

Τι ώρα είναι;

expression (What hour is it?)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τι ώρα;

expression (informal (at what hour?)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
What time are you going to bed? What time do you want to leave?
Τι ώρα θα πας για ύπνο; Τι ώρα θες να φύγεις;

Ό,τι είναι να γίνει θα γίνει.

expression (expressing acceptance of future)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

με

preposition (considering)

(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.)
What with the storms and flight delays, he arrived home after midnight.

ο πώς τον λένε, η πώς την λένε

noun (informal (used in place of [sb]'s name) (καθομ: αντί ονόματος)

I saw what-d'you-call-him the other day.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (informal (something)

τι χαμπάρια;

interjection (greeting, attention-getter) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τι θα

contraction (colloquial, abbreviation (what will)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
What'll Victor say when he finds out you lied to him?

τι είναι

contraction (colloquial, abbreviation (what is)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
What's that smell?

Τι λέει;

expression (informal (greeting) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Hi, guys. What's happening?

Τι νέα;

expression (informal (greeting)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Και τώρα; Και τώρα τι;

interjection (informal (expressing disbelief or mild dismay)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Τι τρέχει;

expression (What is wrong?) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τι τρέχει με

expression (slang (what is happening to)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I don't know what's up with Jane. This is the first time she hasn't been on time.

Τι παίζει;, Τι τρέχει;

expression (slang (That is unfair, not logical) (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She never does any work and now she's been made our manager. What's up with that?
Δεν δουλεύει καθόλου και τώρα ορίστηκε διευθύντριά μας. Πώς έγινε αυτό;

Τι παίζει;, Τι τρέχει;

expression (slang (What is wrong?) (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sarah looked sad so I asked her "What's up?"

Τι χαμπάρια;

expression (slang (What is happening?) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I haven't seen you for a long time. What's up?

τα βασικά

noun (useful, essential information)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Τι τρέχει;

expression (informal (What is the matter?) (καθομιλουμένη, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

η πώς τη λένε;

noun (informal (female with forgotten name) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πως τον λένε

noun (slang (man: forgotten name) (καθομιλουμένη)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
I ran into what's-his-name again this afternoon.
Ξαναπέτυχα τυχαία τον πως τον λένε το απόγευμα.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του what στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του what

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.