Τι σημαίνει το wound στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης wound στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του wound στο Αγγλικά.

Η λέξη wound στο Αγγλικά σημαίνει τραύμα, πληγή, τραυματίζω, πληγώνω, τυλιγμένος, πληγή, άνεμος, τυλίγω, αέρια, αέρια, αερολογία, ανάσα, ελίσσομαι, κόβω την ανάσα, τυλίγω, κουρδίζω, τραυματισμός σε μάχη, είμαι νευρικός, τραύμα από σφαίρα, επιφανειακή πληγή, τσιτώνω, μπριζώνω, φορτώνω, τραύμα από πυροβόλο όπλο, κουρδιστός, θανάσιμο τραύμα, ανοιχτή πληγή, διατρητικό τραύμα, μαχαιριά, τραύμα/πληγή από μαχαίρι, επίδεσμος πληγών, τυλιγμένος, στην πρίζα, στην τσίτα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης wound

τραύμα

noun (injury caused by weapon)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The soldier's wound was caused by a bullet.
Το τραύμα του στρατιώτη προκλήθηκε από σφαίρα.

πληγή

noun (injury)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Helen went to the doctor because the wound on her leg wasn't healing.
Η Ελένη πήγε στον γιατρό, επειδή η πληγή στο πόδι της δεν επουλωνόταν.

τραυματίζω

transitive verb (injure, hurt)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The bomb blast wounded a lot of people.
Η έκρηξη της βόμβας τραυμάτισε πολλούς ανθρώπους.

πληγώνω

transitive verb (figurative (hurt emotionally) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mark's unkind words wounded Paul.
Τα σκληρά λόγια του Μαρκ πλήγωσαν τον Πωλ.

τυλιγμένος

adjective (coiled)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
There was a wound hosepipe in the corner of the garden.

πληγή

noun (figurative, often plural (hurt feelings) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Rose thought her breakup with Ian was a wound that would never heal.

άνεμος

noun (moving air)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The wind is strong around skyscrapers.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Σηκώθηκε αέρας.

τυλίγω

transitive verb (wrap or twist)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I had to wind up the kite string after we had finished playing with it.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Κουβάριασε τη μάνικα και την έβαλε σε μια άκρη.

αέρια

noun (UK, informal (gas: flatulence)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
My dog keeps letting off wind and it smells terrible.

αέρια

noun (UK, informal (intestinal gas pains)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
I've got really bad wind after eating those beans.

αερολογία

noun (figurative (verbiage)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
That guy is all wind. You don't really believe him?
Αυτά που λέει ο τύπος είναι αέρας κοπανιστός. Δε φαντάζομαι να τον πιστεύεις!

ανάσα

noun (informal (breath)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
After getting hit so hard, the football player had the wind knocked out of him.
Μετά το δυνατό χτύπημα, του ποδοσφαιριστή του κόπηκε η ανάσα.

ελίσσομαι

intransitive verb (curve)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The road winds up and down the mountain.

κόβω την ανάσα

transitive verb (usu passive (leave breathless) (σε κάποιον άλλο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
After so much running, the basketball player was winded and gasping for air.
New: Δέχτηκα ένα δυνατό χτύπημα στο στήθος και μου κόπηκε ανάσα.

τυλίγω

transitive verb (entwine)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He wound the cable tightly and put it in the drawer.

κουρδίζω

transitive verb (set mechanism of: a watch)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Before watches had batteries, you had to wind them.

τραυματισμός σε μάχη

noun (injury sustained in warfare)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The battle wound he sustained led to his death.

είμαι νευρικός

verbal expression (xxx)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τραύμα από σφαίρα

noun (injury caused by a firearm)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
That hospital has a doctor on staff who specializes in treating bullet wounds.

επιφανειακή πληγή

noun (superficial injury, scratch)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The injury looked serious but it was really just a flesh wound.
Το τραύμα φαινόταν σοβαρό αλλά στην πραγματικότητα ήταν μόνο μια επιφανειακή πληγή.

τσιτώνω, μπριζώνω, φορτώνω

verbal expression (figurative, slang (become annoyed) (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Jason gets very wound up whenever I mention the incident.

τραύμα από πυροβόλο όπλο

noun (bullet injury caused by a firearm)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Any doctor treating a gunshot wound must report the fact to the police.

κουρδιστός

adjective (mechanism: wound up manually) (με το χέρι)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

θανάσιμο τραύμα

noun (fatal injury)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The mortal wound was a bullet through the victim's heart.

ανοιχτή πληγή

noun (injury in which skin is broken)

You should cover that open wound to avoid an infection. He had to spray alcohol on his open wound to prevent infection.

διατρητικό τραύμα

noun (injury: perforation) (ιατρική)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The detective noticed a small puncture wound on the neck of the corpse.

μαχαιριά, τραύμα/πληγή από μαχαίρι

noun (knife injury)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The victim had three stab wounds in his chest.

επίδεσμος πληγών

noun (compress applied to an injury)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

τυλιγμένος

adjective (coiled)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The device is powered by a wound-up spring.
Η συσκευή λειτουργεί με ένα τυλιγμένο έλασμα.

στην πρίζα, στην τσίτα

adjective (figurative, slang (person: annoyed) (αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It was almost time for our trip, and my parents were more and more wound up, checking everything a hundred times a day.
Είχε σχεδόν φτάσει ο καιρός για το ταξίδι μας, και οι γονείς μου ήταν όλο και περισσότερο στην πρίζα. Έλεγχαν τα πάντα εκατοντάδες φορές την ημέρα.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του wound στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του wound

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.