Τι σημαίνει το all over στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης all over στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του all over στο Αγγλικά.

Η λέξη all over στο Αγγλικά σημαίνει παντού, παντού, εντελώς, πλήρης, ολόσωμος, πάλι από την αρχή, από την αρχή, άνω-κάτω, παντού, παντού, ταξιδεύω, σ' όλο τον κόσμο, παντού, έχω τελειώσει, τελειώνω, τελειώνω, την πέφτω άγρια σε κπ, τη λέω σε κπ, τα χώνω σε κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης all over

παντού

adverb (informal (everywhere)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I've looked all over but still can't find my keys.
Κοίταξα παντού αλλά ακόμα δεν μπορώ να βρω τα κλειδιά μου.

παντού

adverb (over whole surface)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Oil from the site of the wrecked tanker is now spreading all over.
Το πετρέλαιο από τα συντρίμμια του δεξαμενόπλοιου απλώνεται τώρα παντού.

εντελώς

adverb (figurative, informal (in every respect, characteristic)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He forgot to turn up for his own wedding? That's him all over!
Ξέχασε να πάει στον ίδιο του το γάμο; Εντελώς κλασική συμπεριφορά για τα δεδομένα του!

πλήρης

adjective (thorough, complete)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jack gave the bike an all-over check.
Ο Τζακ έκανε έναν πλήρη έλεγχο στο ποδήλατο.

ολόσωμος

adjective (tan, massage: over whole body)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mandy would like to have an all-over tan.
Η Μάντι θέλει να κάνει ολόσωμο μαύρισμα.

πάλι από την αρχή, από την αρχή

adverb (once more, from the beginning)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Oh no! I forgot the cake was in the oven and now it's burnt; I'll have to do it over again.

άνω-κάτω

expression (figurative, informal (changeable) (καθομιλουμένη, μτφ)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
After her father died, her emotions were all over the map.
Όταν πέθανε ο πατέρας της εκείνη ήταν άνω κάτω.

παντού

expression (informal (in many places)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
When he looked up the nearest ATM, they came up all over the map.

παντού

expression (informal (in many places)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
There is dust all over the place; I really need to clean house!

ταξιδεύω

expression (figurative, informal (not focused) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I have been very distracted lately; my thoughts are all over the place.
Είμαι πολύ απρόσεκτος τελευταία· το μυαλό μου είναι αλλού για αλλού.

σ' όλο τον κόσμο

expression (in many countries)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Santa Claus is known all over the world.
Ο Αη Βασίλης είναι γνωστός σ' όλο τον κόσμο.

παντού

adverb (figurative (everywhere)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Luke had searched all over the world, but there was no sign of Naomi.
Ο Λουκ είχε ψάξει παντού, αλλά δεν υπήρχε πουθενά ίχνος της Ναόμι.

έχω τελειώσει

adjective (informal (finished, over) (μόνο παρελθόν)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Thank goodness that ordeal is all over with.

τελειώνω

adjective (ended a relationship with [sb]) (για σχέση)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It's all over with Robert and Hannah.
Όλα τελείωσαν στη σχέση του Ρόμπερτ με τη Χάνα.

τελειώνω

verbal expression (informal (be finished, ended)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The battle was all over in less than three hours.
Η μάχη είχε τελειώσει σε λιγότερο από τρεις ώρες.

την πέφτω άγρια σε κπ, τη λέω σε κπ, τα χώνω σε κπ

verbal expression (US, figurative, informal (criticize, find fault with) (αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He jumps all over his employees every time they make the slightest error.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του all over στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του all over

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.