Τι σημαίνει το antes de στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης antes de στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του antes de στο ισπανικά.

Η λέξη antes de στο ισπανικά σημαίνει στο παρελθόν, πριν, προτού, νωρίτερα, προηγουμένως, νωρίτερα, συντομότερα, νωρίτερα, εκ των προτέρων, νωρίτερα, παραπάνω, κάλλιο, προτιμότερο, καλύτερα, νωρίτερα, από πριν, νωρίτερα, προηγουμένως, κάποτε, πριν, πριν, πριν από, παρά, προπολεμικός, πρόωρος, προμεσημβρινός, πρόωρα, πρώιμα, πρόωρα, πρώιμα, πριν την ώρα του, μέχρι τώρα, άδεια πριν την απόλυση, προχτές, προχθές, προπολεμικός, προαγωνιστικός, προδικαστικός, που μεγαλοδείχνει, προ φόρων, προ φόρου, ως τότε, πριν το μεσημέρι, πριν από πολύ καιρό, πριν την εποχή μου, πριν γεννηθώ, νωρίς, νωρίτερα, πριν από, λίγο πριν, πριν από, πριν, πριν να το καταλάβεις, πριν καλά καλά το καταλάβεις, σκέψου το καλά πριν κάνεις κάτι, προακύρωση γραμματόσημου, λυκαυγές, παραμύθι, επιθυμίες, αξία προ φόρων, κέρδος προ φόρων, πριν, προηγουμένως, νωρίτερα, πριν από δύο ημέρες, μέχρι τότε, ως τότε, μέχρι εκείνη την στιγμή, ακριβώς πριν, ακριβώς πριν, ανάλωση κατά προτίμηση πριν από, το αργότερο μέχρι, προτρέχω, προηγούμαι, βάζω κτ/κπ πάνω από κτ/κπ, πριν τον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο, που αφορά το λυκαυγές, πρόωρα, πρώιμα, πριν την ώρα του, νωρίς, πολύ νωρίς, πρόωρα, πρώιμα, προχτές, προχθές, πριν από σένα, παραμονές. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης antes de

στο παρελθόν

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Antes, siempre iba en bicicleta al trabajo, pero ahora vivo muy lejos.
Στο παρελθόν πήγαινα με το ποδήλατο στη δουλειά, τώρα όμως μένω πολύ μακριά.

πριν, προτού

adverbio

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Aprendió a manejar un auto antes de aprender a andar en bicicleta.
Ήξερε να οδηγεί αυτοκίνητο πριν (or: προτού) μάθει να κάνει ποδήλατο.

νωρίτερα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Te hubiera escrito antes, pero no tenía tu dirección.
Θα σου έγραφα νωρίτερα, αλλά δεν είχα τη νέα διεύθυνσή σου.

προηγουμένως

(επίσημο)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
¿Habías estado aquí anteriormente?
Έχεις ξανάρθει εδώ;

νωρίτερα, συντομότερα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Llegaremos antes si salimos ahora y evitamos el tráfico.
Θα φτάσουμε νωρίτερα αν φύγουμε τώρα και αποφύγουμε την κίνηση.

νωρίτερα

adverbio (πριν το αναμενόμενο)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Se esperaba que el avión llegase a las once, pero llegó quince minutos antes.
Περιμέναμε το αεροπλάνο στις 11, αλλά έφτασε 15 λεπτά νωρίτερα.

εκ των προτέρων

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

νωρίτερα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Hola, soy yo de nuevo. Llamé anteriormente por el aviso.
Γεια σας, εγώ είμαι πάλι. Τηλεφώνησα και νωρίτερα για την αγγελία σας.

παραπάνω

(formal)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Esta situación es más compleja de lo que se ha afirmado anteriormente.

κάλλιο, προτιμότερο, καλύτερα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
¿Mentirte a ti? ¡Primero mataría a mi madre!
Να σου πω ψέμματα; Κάλλιο (or: προτιμότερο) να μου κοπεί η γλώσσα!

νωρίτερα

(πριν από κτ)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
El policía le preguntó a Hannah si había visto a los dos hombres previamente.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο αστυνόμος ρώτησε τη Χάνα εάν είχε δει τους δύο άντρες στο παρελθόν (or: άλλη φορά).

από πριν

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Si hubiese sabido de antemano que la tienda estaba cerrada los domingos, no habría venido hasta aquí.
Αν ήξερα από πριν ότι το κατάστημα ήταν κλειστό τις Κυριακές, δεν θα είχα κάνει τόσο δρόμο να έρθω.

νωρίτερα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Estimaron que el Estadio Olímpico estaría listo para septiembre del 2011 pero quedó finalizado con anticipación.
Υπολόγισαν ότι το νέο Ολυμπιακό Στάδιο θα ήταν έτοιμο τον Σεπτέμβρη του 2011 αλλά στην πραγματικότητα τελείωσε νωρίτερα.

προηγουμένως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Antes de esto, Jermaine nunca había mencionado el tema.

κάποτε

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Hace tiempo sabía cómo coser.
Κάποτε ήξερα να ράβω.

πριν

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sus ganancias pre-impuestos se han duplicado este año.

πριν

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Debes terminar tus tareas antes de la cena.
Θα πρέπει να τελειώσεις το διάβασμα πριν (or: πριν από) το φαγητό.

πριν από

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
La letra 'b' viene antes de la 'c'.
Το γράμμα «Β» είναι πριν από το γράμμα «Γ».

παρά

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Moriría antes de criticarla.

προπολεμικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πρόωρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

προμεσημβρινός

(hora)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πρόωρα, πρώιμα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
El candidato anunció su victoria y prematuramente quedó en ridículo porque en realidad había perdido.

πρόωρα, πρώιμα, πριν την ώρα του

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
El bebé nació prematuramente.

μέχρι τώρα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Μέχρι τώρα δεν είχα ερωτευτεί ποτέ αληθινά!

άδεια πριν την απόλυση

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

προχτές, προχθές

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

προπολεμικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nuestro patriotismo de antes de la guerra desapareció cuando nos dimos cuenta de que nuestro país era culpable.

προαγωνιστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

προδικαστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που μεγαλοδείχνει

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προ φόρων, προ φόρου

locución adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ως τότε

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πριν το μεσημέρι

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Saldré a caminar antes del mediodía, así puedo estar de vuelta en casa para el almuerzo.
Θα κάνω τον περίπατό μου πριν το μεσημέρι και ελπίζω να είμαι σπίτι την ώρα του γεύματος. Ελπίζω να μπορέσεις να φτάσεις πριν το μεσημέρι.

πριν από πολύ καιρό

(figurado)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πριν την εποχή μου, πριν γεννηθώ

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Recuerdo cuando mataron al presidente Kennedy, fue antes de que nacieras.

νωρίς, νωρίτερα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sacaste el pastel del horno muy pronto.

πριν από

locución adverbial

Empecé a usar lentes hace un par de años; antes de eso usé lentes de contacto durante 40 años.

λίγο πριν

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

πριν από

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El tren llegó mucho antes de lo que esperábamos.

πριν

locución conjuntiva

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πριν να το καταλάβεις, πριν καλά καλά το καταλάβεις

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El tiempo pasa rápido y antes de que uno se dé cuenta llegan las vacaciones.

σκέψου το καλά πριν κάνεις κάτι

expresión (figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¿Pensando en invertir en un nuevo negocio? ¡Mire antes de cruzar!
Σκέφτεσαι να επενδύσεις σε μια νέα δουλειά; Σκέψου καλά πριν το κάνεις!

προακύρωση γραμματόσημου

(AmL)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λυκαυγές

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

παραμύθι

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El principal objetivo de los cuentos para antes de dormir es ayudar a que tus hijos se duerman.

επιθυμίες

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Nadar con delfines está en mi lista de cosas por hacer antes de morir.
Το να κολυμπήσει με δελφίνια είναι ένα από τα πράγματα που θέλει να κάνει η Σούζαν πριν πεθάνει.

αξία προ φόρων

locución nominal masculina

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κέρδος προ φόρων

(λογιστική)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πριν, προηγουμένως, νωρίτερα

locución preposicional

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Antes de venir aquí vivía en Blackpool.

πριν από δύο ημέρες

locución adverbial

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Por desgracia, el huracán se desató justo dos días antes de la boda.

μέχρι τότε, ως τότε, μέχρι εκείνη την στιγμή

locución preposicional

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Antes de la invención de la imprenta los libros se copiaban a mano.

ακριβώς πριν

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Me gusta tomar un baño caliente justo antes de ir a dormir.

ακριβώς πριν

locución adverbial

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Te veo justo antes de la gran reunión.
Θα σε δω ακριβώς πριν τη μεγάλη συνάντηση.

ανάλωση κατά προτίμηση πριν από

(σήμανση σε προϊόν)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Consumir preferentemente antes del 08/12
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το γάλα πρέπει να καταναλωθεί πριν την ημερομηνία λήξης.

το αργότερο μέχρι

locución preposicional

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tiene que estar terminado antes del viernes.

προτρέχω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sara insistía en que tener sexo antes de casarse era como poner el carro delante de los caballos.
Η Σάρα επέμενε ότι το να κάνει σεξ πριν από το γάμο της ήταν σαν να προτρέχει.

προηγούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El número 2 viene antes del 3 y el 4 viene antes del 5.

βάζω κτ/κπ πάνω από κτ/κπ

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πριν τον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που αφορά το λυκαυγές

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πρόωρα, πρώιμα, πριν την ώρα του

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Los padres no deben estimular a los niños a caminar antes de tiempo.

νωρίς, πολύ νωρίς, πρόωρα, πρώιμα

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He llegado antes de hora y no me queda otra que esperar un rato hasta que abran.

προχτές, προχθές

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
No le he visto desde antes de ayer.

πριν από σένα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Él era Director aquí, pero es fue un año antes de que llegaras.

παραμονές

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Un escándalo estalló justo antes de las elecciones.
Τις παραμονές των εκλογών ξέσπασε σκάνδαλο.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του antes de στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του antes de

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.