Τι σημαίνει το don στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης don στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του don στο Αγγλικά.

Η λέξη don στο Αγγλικά σημαίνει υφηγητής, υφηγήτρια, αρχιμαφιόζος, φοράω, Δον, μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, Δον Ζουάν, Δον Κιχώτης, Δον Κιχώτης, μην, μη, Μη!, Όχι!, μην μπεις στον κόπο, μην ξεχάσεις, Μην κάνεις όρεξη, τα φαινόμενα απατούν, μην κοροϊδεύεις τον εαυτό σου, δεν κάνει τίποτα, μην ταράζεις τα νερά, μην τρέχεις, έλα παππού να σου μάθω τα αμπελαχώραφά σου, μην ανησυχείς, έτσι δεν είναι;, τα ναι και τα όχι, δεν ξέρω, δε με νοιάζει, δεν ξέρω, δεν έχω πρόβλημα, δεν με νοιάζει, δεν με πειράζει, δεν έχω πρόβλημα, δε νομίζω, Τι λες τώρα!, Για δες με!. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης don

υφηγητής, υφηγήτρια

noun (UK (British university tutor)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
The dons were wearing their academic gowns for the ceremony.

αρχιμαφιόζος

noun (mafia leader)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The men were carrying out the don's orders.
Οι άντρες εκτελούσαν τις διαταγές του αρχιμαφιόζου.

φοράω

transitive verb (formal (clothing: put on)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It was cold outside, so Karen donned a coat and scarf.
Έξω έκανε κρύο γι' αυτό η Κάρεν φόρεσε παλτό και κασκόλ.

Δον

noun (Spanish title: Sir) (ισπανικός τίτλος ευγενείας)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
His name was Don Diego.

μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα

adjective (figurative (in no-win situation) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Δον Ζουάν

noun (figurative (man: seduces many women)

Δον Κιχώτης

noun (character in novel) (χαρακτήρας μυθιστορήματος)

Δον Κιχώτης

noun (early Spanish novel) (μυθιστόρημα)

μην, μη

contraction (colloquial, abbreviation (do not)

(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.)
Don't interrupt me when I'm talking, please.
Μη με διακόπτεις όταν μιλάω σε παρακαλώ.

Μη!, Όχι!

interjection (colloquial, abbreviation (do not do that)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
If you're thinking of telling Dad what I did, then don't!

μην μπεις στον κόπο

interjection (do not go to the trouble of doing [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μην ξεχάσεις

interjection (informal (do not forget)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Don't forget to turn off the light when leaving the office.

Μην κάνεις όρεξη

interjection (informal ([sth] is unlikely to happen soon)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Neil promised that he would have everything ready; don't hold your breath, though!

τα φαινόμενα απατούν

interjection (proverb (appearances can be deceptive)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She definitely looks trustworthy, but don't judge a book by its cover.

μην κοροϊδεύεις τον εαυτό σου

interjection (informal (do not be deluded) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Don't kid yourself – he doesn't love you!

δεν κάνει τίποτα

interjection (you're welcome)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"Thanks so much for all your help." "Don't mention it! It was no trouble."
«Σ' ευχαριστώ πολύ για τη βοήθειά σου.» «Δεν κάνει τίποτα! Δεν μου ήταν κόπος.»

μην ταράζεις τα νερά

interjection (figurative (do not cause trouble) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The arrangements are already made, so don't rock the boat.
Τα πράγματα έχουν κανονιστεί επομένως μην ταράζεις τα νερά.

μην τρέχεις

interjection (informal (do not run)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
In case of fire, walk, don't run, to the nearest exit.

έλα παππού να σου μάθω τα αμπελαχώραφά σου

interjection (figurative (respect [sb]'s experience)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μην ανησυχείς

interjection (informal (reassurance)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Don't worry, I am here right behind you.
Μην ανησυχείς, είμαι εδώ, ακριβώς πίσω σου.

έτσι δεν είναι;

(question tag)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Why am I asking you for directions? - well, you live here, don't you?

τα ναι και τα όχι

plural noun (informal (rules and regulations)

Here's a useful list of dos and don'ts for keeping tropical fish.

δεν ξέρω

expression (declaration of ignorance)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
There is no point asking me; I do not know. I do not know the answer to that complicated math problem!

δε με νοιάζει

interjection (It's not important to me.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"You can't go out dressed like that; you'll get cold." "I don't care."
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. «Πληγώθηκε με αυτά που του είπες». «Σκασίλα μου.»

δεν ξέρω

interjection (informal (declaration of ignorance)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
"Who's that woman talking to your brother?" "I don't know."
«Ποια είναι η γυναίκα που μιλάει στον αδερφό σου;» «Δεν ξέρω.»

δεν έχω πρόβλημα, δεν με νοιάζει

interjection (informal (I have no preference)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
"We can go to the cinema or ten-pin bowling. What do you want to do?" "I don't mind."
«Μπορούμε να πάμε σινεμά ή για μπόουλινγκ με δέκα κορίνες. Τι προτιμάς να κάνουμε;» «Δεν έχω πρόβλημα (or: δεν με νοιάζει).»

δεν με πειράζει, δεν έχω πρόβλημα

interjection (informal (I am not upset)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I don't mind if you sit beside me.
Δεν με πειράζει να κάτσεις δίπλα μου.

δε νομίζω

interjection (I believe not)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When Tom asked me if Sally was coming to the party I replied "I don't think so".

Τι λες τώρα!

interjection (informal, figurative (expressing disbelief)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Για δες με!

interjection (informal (I'll show you I'm right)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του don στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του don

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.