Τι σημαίνει το attention στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης attention στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του attention στο Αγγλικά.

Η λέξη attention στο Αγγλικά σημαίνει προσοχή, προσοχή, προσοχή, προσοχή, προσοχή, τραβάω την προσοχή κπ, προσοχή, διαταραχή ελλειμματικής προσοχής - υπερκινητικότητας, χρονική διάρκεια κατά την οποία μπορεί κάποιος να παραμείνει συγκεντρωμένος σε κάτι, προσοχή στη λεπτομέρεια, επιδεικτικός, που τραβάει την προσοχή, που προσπαθεί να τραβήξει την προσοχή, τραβώ την προσοχή, κάνω νόημα, γνέφω, εφιστώ την προσοχή κπ σε κτ, εφιστώ την προσοχή σε κτ, τραβάω την προσοχή, τραβώ την προσοχή, επίκεντρο της προσοχής, επίκεντρο της προσοχής, υποπίπτει στην αντίληψη, τραβάω την προσοχή, τραβάω το ενδιαφέρον, απαιτώ προσοχή, αποζητώ προσοχή, απαιτώ προσοχή, απαιτώ άμεση προσοχή, αποσπώ την προσοχή, επισημαίνω, αποσπώ την προσοχή, αποσπώ την προσοχή κάποιου από κτ, αποσπώ την προσοχή από κτ, δημιουργώ αντιπερισπασμό, αποσπώ την προσοχή, διάσπαση της προσοχής, τραβώ την προσοχή, τραβάω την προσοχή, εφιστώ την προσοχή σε κτ, τραβώ την προσοχή, επίκεντρο, υπόψη, υπ' όψιν, διατηρώ την προσοχή κάποιου, ιατρική παρακολούθηση, σχολαστική προσοχή, προσέχω, δίνω προσοχή, δίνω βάση, προσέχω, προσέχω, ακούω, δίνω προσοχή, προσέχω, προσέχω ιδιαίτερα, προσέχω ιδιαιτέρως, δεν δίνω σημασία, δεν προσέχω, δεν δίνω σημασία, δεν προσέχω, δίνω προσοχή, προσέχω, επιλεκτική προσοχή, στέκομαι προσοχή, αμέριστος, επείγουσα προσοχή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης attention

προσοχή

noun (mental focus)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The teacher made sure she had the students' attention before continuing.

προσοχή

noun (notice)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Somehow that mistake escaped my attention; I'll correct it now.

προσοχή

noun (care)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The school's attention to my daughter's special needs has been excellent.
Η προσοχή που δίνει το σχολείο στις ιδιαίτερες ανάγκες της κόρης μου είναι εξαίρετη.

προσοχή

noun (military stance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
New recruits are required to stand at attention. Soldiers are required to stand to attention.
Οι νεοσύλλεκτοι οφείλουν να στέκονται προσοχή.

προσοχή

plural noun (usually plural (amorous interest)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The princess enjoyed the attentions of many suitors.

τραβάω την προσοχή κπ

phrasal verb, transitive, separable (attract notice)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προσοχή

adverb (military: standing straight)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διαταραχή ελλειμματικής προσοχής - υπερκινητικότητας

noun (medical condition)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Children with attention deficit disorder have trouble concentrating.

χρονική διάρκεια κατά την οποία μπορεί κάποιος να παραμείνει συγκεντρωμένος σε κάτι

noun (duration of concentration)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Most adults have an attention span of about 20 minutes.

προσοχή στη λεπτομέρεια

noun (noticing of details)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
One of the key differences between good service and top-notch service is in attention to detail. The artist's attention to detail made her paintings completely realistic.
Μία από τις κύριες διαφορές μεταξύ της καλής εξυπηρέτησης και της κορυφαίας εξυπηρέτησης βρίσκεται στην προσοχή στη λεπτομέρεια. Η προσοχή της καλλιτέχνιδας στη λεπτομέρεια έκανε τους πίνακες της εντελώς ρεαλιστικούς.

επιδεικτικός

adjective (informal (showy)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
That certainly is an attention-getting outfit.
Αυτό είναι σίγουρα ένα επιδεικτικό ντύσιμο.

που τραβάει την προσοχή

adjective (informal (done for attention)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που προσπαθεί να τραβήξει την προσοχή

adjective (purposely drawing others' attention)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τραβώ την προσοχή

verbal expression (be noticeable; draw interest)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
That new sports car is certain to attract attention.

κάνω νόημα, γνέφω

verbal expression (signal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I shouted across the room to try and attract attention.

εφιστώ την προσοχή κπ σε κτ

verbal expression (make [sb] aware of)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
An employee brought the matter to my attention.

εφιστώ την προσοχή σε κτ

verbal expression (point [sth] out)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τραβάω την προσοχή, τραβώ την προσοχή

verbal expression (be noticed) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
His manly voice caught my attention.

επίκεντρο της προσοχής

noun (US (focal point)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The UAE was the centre of attention as the region's biggest football tournament came to the country.

επίκεντρο της προσοχής

noun (US, figurative (focus of interest)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The painting was the centre of attention at the exhibition.

υποπίπτει στην αντίληψη

verbal expression (be noticed) (επίσημο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It has come to the attention of management that many employees are using the computers to play games.
Η διεύθυνση έχει παρατηρήσει ότι πολλοί εργαζόμενοι χρησιμοποιούν τους υπολογιστές για να παίζουν παιχνίδια.

τραβάω την προσοχή, τραβάω το ενδιαφέρον

(be striking, impressive)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απαιτώ προσοχή, αποζητώ προσοχή

(behave in attention-seeking way)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
That child is constantly demanding attention.

απαιτώ προσοχή, απαιτώ άμεση προσοχή

(require urgent consideration)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Gun violence is a serious matter that demands attention.

αποσπώ την προσοχή

(distract people) (κάποιου από κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επισημαίνω

verbal expression (attract notice, highlight) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'd like to direct your attention to the graph at the top of Page 5 in the report.

αποσπώ την προσοχή

transitive verb (divert: [sb]'s attention) (με γενική: κάποιου)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The boy distracted the woman's attention while his friend picked her pocket.

αποσπώ την προσοχή κάποιου από κτ

transitive verb (divert: [sb]'s attention)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The nurse talked to the baby to distract his attention from the injection.

αποσπώ την προσοχή από κτ

verbal expression (create a diversion)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Magicians need to know how to distract attention from what they are doing. The gaudy packaging is just an attempt to distract attention from the shoddy product inside.
Οι μάγοι ξέρουν πώς να αποσπούν την προσοχή από αυτό που κάνουν. Η φανταχτερή συσκευασία προσπαθεί απλά να αποσπάσει την προσοχή από το κακής ποιότητας προϊόν.

δημιουργώ αντιπερισπασμό

(create a distraction)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποσπώ την προσοχή

verbal expression (distract from)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The Prime Minister's speech on immigration was an attempt to divert attention from more serious issues.

διάσπαση της προσοχής

noun (multitasking)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The study investigates the influence of divided attention on the performance of car drivers.

τραβώ την προσοχή, τραβάω την προσοχή

(be very noticeable)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Garish clothing draws attention.
Τα κακόγουστα ρούχα τραβούν την προσοχή.

εφιστώ την προσοχή σε κτ

verbal expression (make [sth] noticeable)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Bold text is used to draw attention to certain words.

τραβώ την προσοχή

verbal expression (attract, interest)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The street entertainer drew the attention of a large crowd.

επίκεντρο

noun (figurative (centre of [sb]'s interest) (επίσημο: με γενική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The focus of our attention should be on how we can help.
Στην εστία του ενδιαφέροντός μας θα έπρεπε να βρίσκονται οι τρόποι με τους οποίους μπορούμε να βοηθήσουμε.

υπόψη, υπ' όψιν

adverb (intended for [sb] to read) (με γενική)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

διατηρώ την προσοχή κάποιου

verbal expression (be interesting)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The movie had an entertaining beginning, but it failed to hold the attention of the audience for the entire ninety minutes.

ιατρική παρακολούθηση

noun (assistance of a medical professional)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σχολαστική προσοχή

noun (extreme diligence and care)

You must pay meticulous attention to the instructions, as I will only state them once. She paid meticulous attention to her work, ensuring it was always perfect.
Πρέπει να δείξεις σχολαστική προσοχή στις οδηγίες, γιατί θα τις επαναλάβω μόνο μια φορά. Έδειχνε σχολαστική προσοχή στην δουλειά της, εξασφαλίζοντας ότι ήταν πάντα τέλεια.

προσέχω

(be attentive)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Pay attention! Don't keep reading when I'm talking to you!
Πρόσεχε! Μην συνεχίζεις το διάβασμα όταν σου μιλάω!

δίνω προσοχή, δίνω βάση

verbal expression (take notice of) (σε κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Please pay attention to this important information.
Σε παρακαλώ δώσε προσοχή σε αυτή τη σημαντική πληροφορία.

προσέχω

verbal expression (concentrate on)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pay close attention to every word he says.
Δώσε βάση σε κάθε του λέξη.

προσέχω, ακούω

verbal expression (listen to [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pay attention to me when I'm trying to tell you something important.
Άκουγέ με όταν προσπαθώ να σου πω κάτι σημαντικό.

δίνω προσοχή, προσέχω

verbal expression (take notice)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I was paying close attention but I still have no idea how the magician lifted your watch!

προσέχω ιδιαίτερα, προσέχω ιδιαιτέρως

verbal expression (take notice of [sth])

Pay close attention to what I say because I won't repeat it.

δεν δίνω σημασία, δεν προσέχω

verbal expression (not take notice)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pay no attention to the man behind the curtain.

δεν δίνω σημασία, δεν προσέχω

verbal expression (ignore, not take notice of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pay no attention to his rudeness.

δίνω προσοχή, προσέχω

verbal expression (take specific note of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The math teacher said we should pay special attention to the negative signs.

επιλεκτική προσοχή

noun (mental focus on [sth] in particular)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The boy's selective attention helped him ignore his parents' calls.

στέκομαι προσοχή

verbal expression (military: stand straight)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The entire company stood to attention in perfect unison.

αμέριστος

noun (concentration, focus)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I want your undivided attention while I go through the rules about school uniform.
Θέλω την αμέριστη προσοχή σας όσο θα λέω τους κανόνες σχετικά με τη σχολική ενδυμασία.

επείγουσα προσοχή

noun (immediate assistance or care)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του attention στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του attention

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.