Τι σημαίνει το attempt στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης attempt στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του attempt στο Αγγλικά.

Η λέξη attempt στο Αγγλικά σημαίνει επιχειρώ, προσπαθώ, δοκιμάζω, επιχειρώ, δοκιμάζω, προσπάθεια, απόπειρα, απόπειρα, επιχειρώ να φτάσω, αποτυχημένη προσπάθεια, άκαρπη προσπάθεια, τελευταία προσπάθεια, απεγνωσμένη προσπάθεια, κάνω μια προσπάθεια, κάνω μια απόπειρα, απόπειρα αυτοκτονίας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης attempt

επιχειρώ, προσπαθώ, δοκιμάζω

transitive verb (try) (κάτι, να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I will attempt to talk to him on Monday.
Θα επιχειρήσω να του μιλήσω τη Δευτέρα.

επιχειρώ, δοκιμάζω

transitive verb (try to do)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We're attempting something that's never been done before.
Επιχειρούμε (or: Δοκιμάζουμε) κάτι που δεν έχει ξαναγίνει ποτέ.

προσπάθεια, απόπειρα

noun (effort)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There will be a fresh attempt to break the record this year.
Θα γίνει μια νέα προσπάθεια (or: απόπειρα) να σπάσουμε το ρεκόρ φέτος.

απόπειρα

noun (attack: on [sb]'s life) (επίθεση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There was an attempt on the President's life.
Έγινε απόπειρα δολοφονίας εναντίον του Προέδρου.

επιχειρώ να φτάσω

transitive verb (try to reach: top of [sth]) (κάπου/σε κάποιο μέρος)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
In the morning, they attempted the summit of the Matterhorn.

αποτυχημένη προσπάθεια, άκαρπη προσπάθεια

noun (attempt that fails)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He made an abortive attempt to park the car, smashing the bumper in the process.

τελευταία προσπάθεια, απεγνωσμένη προσπάθεια

noun (desperate final attempt)

κάνω μια προσπάθεια, κάνω μια απόπειρα

verbal expression (try)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The French made an attempt to build a canal across Panama, but failed.

απόπειρα αυτοκτονίας

noun (bid to kill oneself)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του attempt στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του attempt

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.