Τι σημαίνει το baking στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης baking στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του baking στο Αγγλικά.

Η λέξη baking στο Αγγλικά σημαίνει ζαχαροπλαστική, σκάει το τζίτζικας, ψήνω, ψήνω, σκληραίνω, ψήνομαι, σκληραίνω, είναι φούρνος, ψήνομαι, σκάω, φούρνου, φουρνιά, bake, λαμαρίνα, ταψί, χαρτί ψησίματος, μπέηκιν-πάουντερ, λαμαρίνα, ζάχαρη άχνη, διττανθρακικό νάτριο, αλουμινόχαρτο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης baking

ζαχαροπλαστική

noun (cooking bread, cakes, etc.) (γλυκά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ursula's baking is amazing--have you tried her madeleines?
Η ζαχαροπλαστική της Ούρσουλας είναι καταπληκτική. Δοκίμασες τις κεκάκια της;

σκάει το τζίτζικας

adjective (figurative, informal (weather, etc.: very hot) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.)
It's baking outside today. Can we go someplace with air-conditioning?
Σκάει το τζίτζικας σήμερα. Μπορούμε να πάμε κάπου με κλιματισμό;

ψήνω

transitive verb (cook in the oven)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bake the cake for half an hour, then check to see if it is done.
Ψήσε το κέικ για μισή ώρα κι έπειτα κοίτα να δεις εάν είναι έτοιμο.

ψήνω

transitive verb (heat in a kiln, etc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pottery is baked in a kiln.
Τα πήλινα αντικείμενα ψήνονται σε καμίνια.

σκληραίνω

transitive verb (harden by heat) (κάτι: λόγω θερμότητας)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The driveway is muddy now, but the sun will bake it soon.
Το δρομάκι έχει λάσπη τώρα, αλλά ο ήλιος θα τη σκληρύνει σύντομα.

ψήνομαι

intransitive verb (be cooked in the oven)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'm going to have a cup of tea while my cake is baking.
Θα πιω μια κούπα τσάι όσο ψήνεται το κέικ μου.

σκληραίνω

intransitive verb (become hardened by heat) (λόγω θερμότητας)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The mud baked under the sun and dried up within an hour.
Η λάσπη ψήθηκε από τον ήλιο και στέγνωσε μέσα σε μια ώρα.

είναι φούρνος

intransitive verb (figurative, informal (weather, atmosphere: be hot) (μεταφορικά, καθομ)

(απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.)
It's baking in here. Can't you open a window?
Σκάει ο τζίτζικας εδώ μέσα. Δεν μπορείς να ανοίξεις ένα παράθυρο;

ψήνομαι, σκάω

intransitive verb (figurative, informal (person: feel hot) (μεταφορικά, καθομ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Phew! I'm baking. I'm going for a dip in the pool.
Ουφ! Σκάω (or: Ψήνομαι). Θα πάω για μια βουτιά στην πισίνα.

φούρνου

noun (oven-cooked dish) (σε γενική)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Try the pasta bake. It's delicious.

φουρνιά

noun (batch of baked goods)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mark set the oven too high and his bake was ruined.

bake

noun (Caribbean fried cake) (τηγανητό πιτάκι)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
In Trinidad we ate delicious bakes sprinkled with sugar.

λαμαρίνα

noun (shallow ovenproof container)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Be sure to grease the baking dish when making roast potatoes.

ταψί

noun (for bread, cake)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The new trend in baking is to use a silicone baking pan.

χαρτί ψησίματος

noun (cooking parchment) (μαγειρική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She placed pieces of the cookie dough on baking paper before putting them in the oven.

μπέηκιν-πάουντερ

noun (powdered raising agent)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She realized she'd forgotten the baking powder when she took the cake out of the oven.
Όταν έβγαλε το κέικ από τον φούρνο συνειδητοποίησε ότι είχε ξεχάσει να βάλει μπέηκιν-πάουντερ.

λαμαρίνα

noun (flat tray for baking)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Remove the cookies from the baking sheet and put them on the plate. Non-stick baking sheets are much easier to clean.
Τα αντικολλητικά ταψιά είναι πολύ ευκολότερα στο καθάρισμα.

ζάχαρη άχνη

noun (fine powdered sugar)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
I always give my mince pies a sprinkling of caster sugar on top.

διττανθρακικό νάτριο

noun (powder used in baking) (επίσημο)

Bicarbonate of soda is the raising agent used in soda bread.

αλουμινόχαρτο

noun (for baking)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Karen wrapped the potatoes in foil and roasted them on the fire.
Η Κάρεν τύλιξε τις πατάτες σε αλουμινόχαρτο και τις έψησε στη φωτιά.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του baking στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του baking

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.