Τι σημαίνει το bald στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bald στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bald στο Αγγλικά.

Η λέξη bald στο Αγγλικά σημαίνει φαλακρός, φαλακρός, φαγωμένος, γυμνός, γυμνός, απερίφραστος, κάνω φαλάκρα, κάνω καράφλα, φαλακρός αετός, φαλακρό κεφάλι, καραφλό κεφάλι, φαλάκρα, λιωμένο λάστιχο, φθαρμένο λάστιχο, φαγωμένο λάστιχο, φαλακρός, απροκάλυπτος, σκανδαλώδης, ξεδιάντροπος, φαλακραίνω, καραφλιάζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bald

φαλακρός

adjective (person: no hair on head)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Since Frank is bald, he puts sunscreen on his head every morning.
Καθώς ο Φρανκ είναι φαλακρός, βάζει αντηλιακό στο κεφάλι του κάθε μέρα.

φαλακρός

adjective (head: no hair)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jasper, who had thick, dark hair, suddenly felt self-conscious being surrounded by so many bald heads.
Ο Τζάσπερ, ο οποίος είχε πυκνά, σκουρόχρωμα μαλλιά, ξαφνικά ένιωσε αμήχανα όταν βρέθηκε ανάμεσα σε τόσα φαλακρά κεφάλια.

φαγωμένος

adjective (tire: no tread) (καθομ, μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Bald tires are dangerous, so it's important to check the tread periodically.
Τα φθαρμένα λάστιχα είναι επικίνδυνα, γι' αυτό είναι σημαντικό να ελέγχουμε το πέλμα τους κατά διαστήματα.

γυμνός

adjective (land: no plants) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The landscape was completely bald after the wildfire.
Το τοπίο ήταν εντελώς γυμνό μετά την πυρκαγιά.

γυμνός

adjective (figurative (without detail, excess) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The bald denials of the witnesses strengthened the plaintiff's case.
Οι κατηγορηματικές αρνήσεις των μαρτύρων ενδυνάμωσαν την υπόθεση του ενάγοντος.

απερίφραστος

adjective (figurative (statement: blunt)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Hester's comments were bald and offended a few people.
Τα σχόλια της Χέστερ ήταν ωμά και πρόσβαλαν ορισμένους.

κάνω φαλάκρα, κάνω καράφλα

intransitive verb (lose your hair)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Homer is balding, but he doesn't seem to mind.
Ο Χόμερ κάνει φαλάκρα (or: κάνει καράφλα), αλλά δεν φαίνεται να τον ενοχλεί.

φαλακρός αετός

noun (North American bird of prey)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The bald eagle is the national bird of the United States.

φαλακρό κεφάλι, καραφλό κεφάλι

noun (head with no hair)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He quickly put on a hat to keep the hailstones from bouncing on his bald head.

φαλάκρα

noun (area of scalp: no hair)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λιωμένο λάστιχο, φθαρμένο λάστιχο, φαγωμένο λάστιχο

noun (vehicle's wheel cover: very worn) (όχημα)

You have one bald tire but the other three still have some rubber left on them.

φαλακρός

adjective (having no hair)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

απροκάλυπτος, σκανδαλώδης, ξεδιάντροπος

adjective (mainly US, figurative (lie: brazen, flagrant)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

φαλακραίνω, καραφλιάζω

(lose your hair)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The idea of going grey doesn't bother me, but I'd hate to go bald.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bald στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του bald

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.