Τι σημαίνει το background στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης background στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του background στο Αγγλικά.

Η λέξη background στο Αγγλικά σημαίνει βάθος, φόντο, πλαίσιο, υπόβαθρο, παρελθόν, μουσική υπόκρουση, έρευνα του παρελθόντος κάποιου, προϊστορία, βοηθητικό υλικό, μουσικό χαλί, μουσικό χαλί, θόρυβος βάθους, ακτινοβολία, έλεγχος ποινικού μητρώου, ιστορικό, στο φόντο, στο βάθος, στο παρασκήνιο, στο βάθος, στο παρασκήνιο, στο βάθος, στο παρασκήνιο, θρησκευτικό υπόβαθρο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης background

βάθος

noun (area behind) (σκηνή πίσω)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
In the background, we could see a car coming down the hill.
Στο βάθος μπορούσαμε να δούμε ένα αυτοκίνητο να κατεβαίνει το λόφο.

φόντο

noun (art: behind subject)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The portrait showed him against a drab, grey background.
Το πορτραίτο τον απεικόνιζε σε μουντό, γκρι φόντο.

πλαίσιο

noun (context)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The background of social unrest explains the recent race riots in Europe.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η κοινωνική αναταραχή στην Ευρώπη αποτέλεσε το υπόβαθρο των πρόσφατων φυλετικών ταραχών.

υπόβαθρο

noun (career experience) (εμπειρία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My background is in publishing.
Το επαγγελματικό μου υπόβαθρο είναι στις εκδόσεις.

παρελθόν

noun (upbringing)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She comes from a very poor background.
Προέρχεται από πολύ φτωχή οικογένεια.

μουσική υπόκρουση

noun as adjective (in the background) (για μουσική)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Many hotels play background music in their public areas.
Σε πολλά ξενοδοχεία υπάρχει μουσική υπόκρουση στους κοινόχρηστους χώρους.

έρευνα του παρελθόντος κάποιου

noun (investigation into [sb]'s past)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Background checks provide information about prospective employees.

προϊστορία

noun (context, history)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Helen needed a lot of background information before she was able to write her article.

βοηθητικό υλικό

noun (informative text)

μουσικό χαλί

noun (muzak: ambient music)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The background music in a restaurant can create some atmosphere.

μουσικό χαλί

noun (incidental music)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Giorgio composed the background music for the film.

θόρυβος βάθους

noun (ambient sounds)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
There is some background noise on the recording of the interview.

ακτινοβολία

noun (radiation in the environment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The Big Bang theory of cosmogony grew out of the chance discovery of background radiation.

έλεγχος ποινικού μητρώου

noun (investigation into [sb]'s past)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Before working at a school, you must go through a criminal background check.

ιστορικό

noun (context or information about the past)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

στο φόντο, στο βάθος

adverb (behind the focus of attention) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
This photo has the mountains in the background. The photograph was of a barn with trees in the background.
Αυτή η φωτογραφία έχει τα βουνά στο φόντο. Η φωτογραφία απεικόνιζε έναν αχυρώνα με δέντρα στο βάθος.

στο παρασκήνιο

adverb (figurative (not in the limelight, not prominently) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
His personal assistant stays in the background but wields a lot of power. She preferred to stay in the background and not be the center of attention.
Ο προσωπικός του βοηθός μένει στο παρασκήνιο, αλλά ασκεί πολύ δύναμη. Προτίμησε να μείνει στο παρασκήνιο και να μην είναι στο επίκεντρο της προσοχής.

στο βάθος, στο παρασκήνιο

adverb (figurative (away from the centre of attention) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She was so timid she usually faded into the background at social gatherings.

στο βάθος, στο παρασκήνιο

adverb (behind the focus of attention) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
In photography, you can adjust the focus to move unwanted objects into the background.

θρησκευτικό υπόβαθρο

noun (upbringing in a particular faith)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του background στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του background

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.