Τι σημαίνει το late στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης late στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του late στο Αγγλικά.

Η λέξη late στο Αγγλικά σημαίνει καθυστερημένος, αργά, τέλη, καθυστερημένα, αργότερα, αργά, εκλιπών, όψιμος, πρόσφατα, τελευταία, καθυστερώ, είμαι αργοπορημένος, κάλλιο αργά παρά ποτέ, καθυστερημένη άφιξη, καθυστερημένη άφιξη, αργά το βράδυ, αργά τη νύχτα, που βγάζει άνθη αργότερα, που ωριμάζει αργότερα, τόκος υπερημερίας, τέλος καθυστέρησης, αργά το απόγευμα, καθυστερημένα, αργοπορημένα, αργά, κπ που ξυπνάει αργά, που κοιμάται πολύ, που κοιμάται μέχρι αργά, χαρτί για καθυστερημένη άφιξη, τελευταίος, βραδυνός, μέχρι πρόσφατα, αργώ, καθυστερώ, κοιμάμαι μέχρι αργά, παρακοιμάμαι, μένω έξω μέχρι αργά, ξενυχτάω, ο αείμνηστος, αργά, πολύ αργά, αργά, πολύ αργά, κάνω υπερωρίες. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης late

καθυστερημένος

adjective (after the scheduled time)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
I need to go. I am late for my appointment.
Πρέπει να φύγω. Έχω αργήσει (or: καθυστερήσει) στο ραντεβού μου.

αργά

adjective (near the end of the day etc.)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
It's late. Let's go home.
Είναι αργά. Ας γυρίσουμε σπίτι.

τέλη

adjective (latter part of) (στο τελευταίο μέρος)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
They married in the late sixties. He married a woman in her late 40s.
Παντρεύτηκαν στα τέλη της δεκαετίας του '60.

καθυστερημένα, αργότερα

adverb (after the scheduled time)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I arrived ten minutes late for the meeting.
Έφτασα στη σύσκεψη με δέκα λεπτά καθυστέρηση.

αργά

adverb (near the end of: night, etc.)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
We talked late into the night.
Μιλούσαμε μέχρι αργά τη νύχτα.

εκλιπών

adjective (formal (former, deceased)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
The late John Peters was a good man.
Ο μακαρίτης (or: συγχωρεμένος) ο Τζον Πίτερς ήταν καλός άνθρωπος.

όψιμος

adjective (fruit, vegetables: maturing later) (για φρούτα, λαχανικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The ripening times are different for early and late fruit.
Οι χρόνοι ωρίμανσης για τα πρώιμα και τα όψιμα φρούτα διαφέρουν.

πρόσφατα, τελευταία

adverb (recently, lately)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She has been acting unusually as of late. She hasn't eaten for four days nor slept for two nights.

καθυστερώ, είμαι αργοπορημένος

verbal expression (not arrive on time)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We have a departmental meeting this morning so I daren't be late. Don't be late for your own wedding.
Έχουμε μια σύσκεψη τμήματος το πρωί, οπότε δεν τολμώ να καθυστερήσω. Μην καθυστερήσεις στον ίδιο σου το γάμο.

κάλλιο αργά παρά ποτέ

expression (it is better to do [sth] late than never)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καθυστερημένη άφιξη

noun ([sth] occurring later than expected)

καθυστερημένη άφιξη

noun (hotel guest checking in late)

αργά το βράδυ, αργά τη νύχτα

adverb (at a late hour, during the night)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I used to stay up late at night listening to music and reading.

που βγάζει άνθη αργότερα

noun (plant: flowers later in year) (για φυτά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που ωριμάζει αργότερα

noun (figurative (person: matures later) (για ανθρώπους)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τόκος υπερημερίας

(penalty charge)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

τέλος καθυστέρησης

noun (charge incurred for missed deadline)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αργά το απόγευμα

expression (in the evening)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We arrived late in the day, but the hotel staff were very accommodating.

καθυστερημένα, αργοπορημένα

expression (figurative (belatedly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Joanne apologized for sending her birthday wishes late in the day.

αργά

expression (figurative (belated)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
You should have apologized while he was still alive, now it's a little late in the day.

κπ που ξυπνάει αργά

noun (person who gets up late)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που κοιμάται πολύ, που κοιμάται μέχρι αργά

noun ([sb] who does not wake early)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He's a late sleeper, don't expect him to arrive early for work.

χαρτί για καθυστερημένη άφιξη

noun (school: form filled in on late arrival)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

τελευταίος

adjective (news: last-minute) (πιο πρόσφατος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
In late breaking news, the president has just announced her resignation.

βραδυνός

adjective (taking place at a late hour)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I saw it on the late-night news.

μέχρι πρόσφατα

adverb (until recently)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
He has been riding the bus of late.

αργώ, καθυστερώ

intransitive verb (informal (be behind schedule)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'd love to stop and talk to you, but I'm running late for an important meeting with my boss.
Θα ήθελα να σταματήσω να τα πούμε αλλά έχω αργήσει για ένα σημαντικό ραντεβού με το αφεντικό μου.

κοιμάμαι μέχρι αργά, παρακοιμάμαι

verbal expression (wake up later than usual)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I usually sleep late on Sundays.

μένω έξω μέχρι αργά

verbal expression (get home late)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξενυχτάω

intransitive verb (not go to bed as early as usual)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He never allows his son to stay up late if he has school the following day. I stayed up late to watch the World Cup game.
Δεν επιτρέπει ποτέ στο γιο του να ξενυχτήσει αν έχει σχολείο την επόμενη μέρα. Ξενύχτησα για να δω τον αγώνα του Παγκόσμιου Κυπέλλου.

ο αείμνηστος

adjective (person: deceased, dead)

αργά, πολύ αργά

adjective (not in time for [sth])

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Simon was too late to catch his train.

αργά, πολύ αργά

adverb (not in time for [sth])

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
You turned in your homework too late to get full credit for it. I arrived an hour too late for my appointment.

κάνω υπερωρίες

verbal expression (work longer than usual in evening)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του late στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του late

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.