Τι σημαίνει το balle στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης balle στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του balle στο Γαλλικά.

Η λέξη balle στο Γαλλικά σημαίνει μπάλα, σφαίρα, δεμάτι, σφαίρα, μονόβολο φυσίγγι, φλοιός, λεπτό άχυρο, φυσσίγιο, φυσίγγι, σόφτμπολ, ανάποδο φάλτσο, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, ισοπαλία, γρήγορη ρίψη μπάλας κατά την οποία η μπάλα ακολουθεί την τροχιά της, γρήγορη μπαλιά, ντουμ-ντουμ, μπάλα στο έδαφος, αδέσποτη σφαίρα, παιχνίδι που παίζεται με μπάλα, τρύπα από σφαίρα, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, μπαλάκι του γκολφ, μπάλα ταχυδακτυλουργού, match point, καθοριστικός πόντος σετ, μπαλάκι του τένις, τραύμα από σφαίρα, μήλα, τραύμα από πυροβόλο όπλο, δεμάτι άχυρα, μπάλα που προσγειώνεται χαμηλά στα πόδια του ροπαλοφόρου, μπαλιά με φάλτσο, βολή με φάλτσο, λαστιχένια μπάλα, κάνω κακό στον εαυτό μου, βλάπτω τον εαυτό μου, ξεκινώ το παιχνίδι με τις αντίπαλες ομάδες σε παράταξη αντιπαράθεσης, πετάω τη μπάλα και μου τη φέρνει πίσω, που αφορά το σόφτμπολ, κωλοτρυπίδα, μπάλα του μπέιζμπολ, μπάλα του baseball, σακουλάκι - παιχνίδι, γεμισμένο με ξερά φασόλια ή άλλο υλικό παρόμοιου σχήματος, τροχιοδεικτικό βλήμα, κωλοτρυπίδα, κωλότρυπα, μπάλα την οποία έχει φτύσει και υγράνει ο αθλητής, το παιδί που μαζεύει τις μπάλες, σφαίρα όπλου, βλάπτω τον εαυτό μου, τοποθετώ την μπάλα στον μικρό πάσσαλο, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, μπάλα του σόφτμπολ, γρήγορη και χαμηλή μπαλιά, πισινός, πυροβολώ κπ/κτ σε κτ, ντρίμπλα, αλλαγή κατοχής, εκσφενδονίζω, ρίχνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης balle

μπάλα

nom féminin (petit : tennis, cricket, base-ball...)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Lance-moi la balle.
Πέτα μου το μπαλάκι.

σφαίρα

nom féminin (d'arme à feu)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La radio montre que la balle est logée dans l'épaule du patient.
Η ακτινογραφία δείχνει πως η σφαίρα είναι σφηνωμένη στον ώμο του ασθενούς.

δεμάτι

(από άχυρο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Une balle de foin est tombée du camion lorsqu'il a tourné à l'angle.
Ένα δεμάτι από άχυρο έπεσε από το φορτηγό καθώς πήρε τη στροφή.

σφαίρα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les chasseurs firent une halte au magasin pour s'acheter plus de balles.

μονόβολο φυσίγγι

nom féminin (projectile)

Ian a mis plus de balles dans son fusil.

φλοιός

(blé)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

λεπτό άχυρο

nom féminin (de grains)

Pendant la récolte, la balle est séparée du grain.

φυσσίγιο, φυσίγγι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Chaque munition a une pointe en titane.

σόφτμπολ

(anglicisme: sport) (αθλητικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Elle a joué au softball au lycée et était vraiment bonne.
Έπαιζε σόφτμπολ στο σχολείο και ήταν πολύ καλή.

ανάποδο φάλτσο

(Tennis, anglicisme)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

(Base-ball, anglicisme)

ισοπαλία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γρήγορη ρίψη μπάλας κατά την οποία η μπάλα ακολουθεί την τροχιά της

nom féminin (Sports) (μπέιζμπολ)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Le lanceur a lancé une balle glissante au-delà du marbre.

γρήγορη μπαλιά

nom féminin (Base-ball) (μπέιζμπολ)

ντουμ-ντουμ

nom féminin (ανεπ: σφαίρα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μπάλα στο έδαφος

nom féminin (Base-ball) (μπέιζμπολ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αδέσποτη σφαίρα

nom féminin

Jim a reçu une balle perdue pendant la soirée du Jour de l'An.

παιχνίδι που παίζεται με μπάλα

(football, basket-ball,...)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Les jeux de ballon sont interdits dans ce parc.

τρύπα από σφαίρα

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

nom féminin (Base-ball)

μπαλάκι του γκολφ

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μπάλα ταχυδακτυλουργού

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

match point

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Federer n'a eu besoin que d'une seule balle de match pour l'emporter sur Nadal.

καθοριστικός πόντος σετ

nom féminin (Sports) (τένις)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Son dernier revers a fini dans le filet et il ne lui reste donc plus qu'une balle de set.

μπαλάκι του τένις

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il faut que je rachète des balles de tennis avant le prochain match.

τραύμα από σφαίρα

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μήλα

(παιχνίδι)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Ποτέ δεν μου άρεσε να παίζω μήλα, ειδικά από τότε που η μπάλα με χτύπησε στο πρόσωπο.

τραύμα από πυροβόλο όπλο

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεμάτι άχυρα

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μπάλα που προσγειώνεται χαμηλά στα πόδια του ροπαλοφόρου

(Cricket) (κρίκετ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μπαλιά με φάλτσο, βολή με φάλτσο

nom féminin (Base-ball) (μπέιζμπολ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λαστιχένια μπάλα

nom féminin

κάνω κακό στον εαυτό μου, βλάπτω τον εαυτό μου

(figuré)

ξεκινώ το παιχνίδι με τις αντίπαλες ομάδες σε παράταξη αντιπαράθεσης

(Hockey sur gazon)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πετάω τη μπάλα και μου τη φέρνει πίσω

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Essayez de jouer à la balle avec votre chien tous les matins.

που αφορά το σόφτμπολ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La plupart des écoles du coin ont une équipe de softball.
Τα περισσότερα σχολεία εδώ γύρω έχουν ομάδα σόφτμπολ.

κωλοτρυπίδα

(vulgaire : anus) (χυδαίο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Chaque fois que j'ai la diarrhée, j'ai le trou du cul qui me brûle.
Κάθε φορά που παθαίνω διάρροια, πονάει η κωλοτρυπίδα μου.

μπάλα του μπέιζμπολ, μπάλα του baseball

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Soudain, une balle de base-ball traversa la fenêtre, répandant des bris de verre partout sur le sol.
Μια μπάλα του μπέιζμπολ ξαφνικά πέρασε μέσα χρυπώντας στο παράθυρο και σκόρπισε κομμάτια γυαλί σε όλο το πάτωμα.

σακουλάκι - παιχνίδι, γεμισμένο με ξερά φασόλια ή άλλο υλικό παρόμοιου σχήματος

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

τροχιοδεικτικό βλήμα

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κωλοτρυπίδα, κωλότρυπα

nom masculin (figuré, familier, vulgaire) (χυδαίο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μπάλα την οποία έχει φτύσει και υγράνει ο αθλητής

nom féminin (Base-ball) (μπέιζμπολ: παράβαση)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

το παιδί που μαζεύει τις μπάλες

nom masculin (Base-ball)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σφαίρα όπλου

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ils ont fouillé la scène du meurtre pour trouver des balles de fusil qui permettraient d'identifier le type d'arme.

βλάπτω τον εαυτό μου

verbe pronominal (figuré)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tu te tires une balle dans le pied avec tes commentaires impolis et agressifs.
Βλάπτεις τον εαυτό σου με τα αγενή και επιθετικά σχόλιά σου.

τοποθετώ την μπάλα στον μικρό πάσσαλο

locution verbale (Golf) (γκολφ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Scott était en train de placer la balle sur le tee quant il entendit un cri provenant de l'autre côté du terrain de golf.
Ο Σκοτ ετοιμαζόταν για το εναρκτήριο λάκτισμα, όταν άκουσε μια κραυγή από την απέναντι πλευρά του γηπέδου.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

(Base-ball, anglicisme)

μπάλα του σόφτμπολ

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Cela ne fait pas mal d'attraper une balle de softball à mains nues.
Δεν πονάει να πιάσεις μια μπάλα του σόφτμπολ με γυμνά χέρια.

γρήγορη και χαμηλή μπαλιά

nom féminin (Base-ball) (στο μπέιζμπολ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πισινός

nom masculin (vulgaire)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πυροβολώ κπ/κτ σε κτ

Le soldat a été blessé (par balle) à la jambe.
Ο στρατιώτης δέχθηκε πυροβολισμό στο πόδι.

ντρίμπλα

nom féminin (Sports)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le joueur a utilisé une balle courbe pour contourner le défenseur.

αλλαγή κατοχής

nom féminin (Sports) (της μπάλας)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εκσφενδονίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le joueur a lancé la balle comme une balle de fusil à son coéquipier.

ρίχνω

locution verbale (Cricket : la balle)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le lanceur a fait rebondir la balle haut et le batteur l'a ratée.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του balle στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του balle

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.