Τι σημαίνει το booking στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης booking στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του booking στο Αγγλικά.

Η λέξη booking στο Αγγλικά σημαίνει κράτηση, κράτηση, συμμετοχή, παρατήρηση, βιβλίο, τηλεφωνικός κατάλογος, βιβλία, κλείνω, κρατάω, κρατώ, πιάνω, λογιστικός, τόμος, βιβλίο, λιμπρέτο, στοίχημα, μπουκ, book, ηλεκτρονικό βιβλίο, σετ, στα βιβλία, προσλαμβάνω, εκ των προτέρων κράτηση, κράτηση εκ των προτέρων, κάποιος που κάνει κρατήσεις, ατζέντης, υπάλληλος στα εκδοτήρια εισιτηρίων, επιβάρυνση, φόρμα κράτησης, έντυπο σύλληψης, γραφείο κρατήσεων, κράτηση δωματίου, γραφείο έκδοσης εισιτηρίων. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης booking

κράτηση

noun (reservation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We have a booking in the name of Burton.
Έχουμε μια κράτηση στο όνομα Μπέρτον.

κράτηση

noun (act of reserving)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The booking was made over the phone.
Η κράτηση έγινε τηλεφωνικώς.

συμμετοχή

noun ([sb]: engaged to perform, etc.)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
They're one of the most popular boy bands right now, so they're a great booking for the show.
Είναι μια από τις πιο δημοφιλείς αγορίστικες μπάντες αυτήν τη στιγμή, επομένως είναι σούπερ συμμετοχή για την παράσταση.

παρατήρηση

noun (sport: official caution)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Any more bookings and he'll be disqualified from the next match.
Ακόμη λίγες παρατηρήσεις και θα αποκλειστεί από τον επόμενο αγώνα.

βιβλίο

noun (bound printed work)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I'm reading a very good book. She has many books in her shelves.
Διαβάζω ένα πολύ καλό βιβλίο.

τηλεφωνικός κατάλογος

noun (dated, informal (telephone directory)

I needed the number of a plumber, so I looked in the book.

βιβλία

plural noun (accounts) (λογιστική)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The accountant is checking the books.
Ο λογιστής ελέγχει τα βιβλία.

κλείνω, κρατάω, κρατώ

transitive verb (reserve: seat, place, flight) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We're going to book seats on the early flight.
Θα κάνουμε κράτηση στην πρωινή πτήση.

πιάνω

transitive verb (informal (police: arrest, charge) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The police booked the suspects for murder.
Η αστυνομία έπιασε (or: συνέλαβε) τους ύποπτους με κατηγορία φόνου.

λογιστικός

adjective (finance: pro forma) (οικονομικά: αξία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The merchandise should sell at book value.

τόμος

noun (part of a written work) (σε σειρά βιβλίων)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The last book of the novel is very exciting.

βιβλίο

noun (part of the Bible)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The Bible begins with the Book of Genesis.

λιμπρέτο

noun (music: libretto)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The producer liked the book for the musical, and decided to stage it.

στοίχημα

noun (betting: record)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Let's open a book on whether John and Jane will actually get married next week.

μπουκ, book

noun (set of samples) (δείγμα δουλειάς)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Geoff was looking through a book of wallpaper samples.

ηλεκτρονικό βιβλίο

noun (electronic text)

The software allows you to download a book.

σετ

noun (pack or set of [sth])

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I purchased a book of stamps at the post office.

στα βιβλία

noun as adjective (of or about books)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sidney is a book expert.

προσλαμβάνω

transitive verb (hire, engage) (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The parents are going to book a clown for the party.

εκ των προτέρων κράτηση, κράτηση εκ των προτέρων

noun (reservation)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κάποιος που κάνει κρατήσεις

noun ([sb]: takes reservations)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ατζέντης

noun (for performers)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Booking agents find galleries for artists and runway shows for fashion models.
Οι ατζέντηδες βρίσκουν γκαλερί για εικαστικούς καλλιτέχνες και ντεφιλέ μόδας για μοντέλα.

υπάλληλος στα εκδοτήρια εισιτηρίων

noun (UK (railway, etc.: ticket seller)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

επιβάρυνση

noun (reservation charge)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φόρμα κράτησης

noun (form for reserving [sth])

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

έντυπο σύλληψης

noun (police arrest document)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

γραφείο κρατήσεων

(ticket office)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κράτηση δωματίου

noun (reservation of a hotel room) (ξενοδοχείο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γραφείο έκδοσης εισιτηρίων

noun (booth or kiosk selling tickets)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του booking στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του booking

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.