Τι σημαίνει το bouncing στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bouncing στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bouncing στο Αγγλικά.

Η λέξη bouncing στο Αγγλικά σημαίνει που αναπηδάει, που αναπηδά, αναπηδάω, αναπηδώ, χοροπηδάω, χοροπηδώ, ντριπλάρω, κάνω κτ να αναπηδήσει, αναπηδάω, αναπηδώ, κάνω γκελ, αναπήδηση, ικανότητα αναπήδησης, κέφι, θράσος, απόλυση, επιστρέφομαι, αντανακλώμαι, επιστρέφω, διώχνω, ρίχνω, υγιέστατο αγοράκι, υγιέστατο κοριτσάκι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bouncing

που αναπηδάει, που αναπηδά

adjective (that bounces)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The bouncing rubber ball hit Sam in the arm.

αναπηδάω, αναπηδώ

intransitive verb (ball: rebound)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Audrey threw the ball at the ground, and it bounced. A basketball bounced across the courtyard.
Η Ώντρεϋ έριξε την μπάλα στο έδαφος και αυτή αναπήδησε. Μια μπάλα του μπάσκετ αναπηδούσε στην αυλή.

χοροπηδάω, χοροπηδώ

intransitive verb (jump up and down)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The children were bouncing around the room after eating so much candy.
Τα παιδιά χοροπηδούσαν γύρω γύρω στο δωμάτιο μετά τα τόσα γλυκά που έφαγαν.

ντριπλάρω

transitive verb (ball: cause to rebound)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The little girl was bouncing a ball as she walked along the street.

κάνω κτ να αναπηδήσει

(cause to rebound off [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Catherine bounced the basketball off the side of the building.

αναπηδάω, αναπηδώ

(rebound)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The squash ball hit the wall and bounced off.
Το μπαλάκι του σκουός χτύπησε στον τοίχο κι έκανε γκελ.

κάνω γκελ

(rebound) (σε κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The ball bounced off the wall.
Η μπάλα έκανε γκελ στον τοίχο.

αναπήδηση

noun (springing movement) (αντικείμενο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
With a bounce, the rabbit darted across the road.

ικανότητα αναπήδησης

noun (ability to rebound)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
This tennis ball has lost its bounce.

κέφι

noun (figurative, informal (vigor)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Rob appears to have his bounce back after his recent illness.

θράσος

noun (UK (impertinence)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

απόλυση

noun (US, slang (dismissal from job)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Leo's boss gave him the bounce because he was always late to work.

επιστρέφομαι

intransitive verb (figurative, informal (cheque: be rejected by bank) (ακάλυπτη επιταγή)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The cheque bounced as he had insufficient funds in his account.

αντανακλώμαι

(light: be reflected)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The glare of headlights bounced off of the shop window.

επιστρέφω

transitive verb (informal, figurative (return: a cheque) (ακάλυπτη επιταγή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The bank bounced my check because there wasn't enough money in the account.

διώχνω

(US, figurative, slang (evict) (κπ από κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The football players were bounced from the club for starting a fight.

ρίχνω

(figurative, informal (idea: test) (μτφ, καθομ: ιδέα σε κπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'll bounce the idea off my boss and get back to you.

υγιέστατο αγοράκι

noun (informal, figurative (healthy newborn male)

Congratulations! You've just given birth to a bouncing baby boy.

υγιέστατο κοριτσάκι

noun (informal, figurative (healthy newborn female)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bouncing στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του bouncing

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.