Τι σημαίνει το bring στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bring στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bring στο Αγγλικά.

Η λέξη bring στο Αγγλικά σημαίνει φέρνω, φέρνω, μεταφέρω, φέρνω, πιάνω, κάνω, υποβάλλω, προσελκύω, φέρνω, πραγματοποιώ, παίρνω μαζί μου, φέρνω μαζί μου, φέρνω, επαναφέρω, ξαναφέρνω στη μόδα, επαναφέρω στη μόδα, θυμίζω, επαναφέρω, επαναθίγω, κάνω εμετό, πάω κπ στο δικαστήριο, καταστρέφω, διαλύω, ρίχνω, παράγω, δημιουργώ, επισπεύδω, φέρνω, φέρνω, βγάζω, καταφέρνω, επιτυγχάνω, επιφέρω, προκαλώ, ανεβάζω στη σκηνή, τονίζω, υπογραμμίζω, τονίζω, εστιάζω, επικεντρώνω, εκδίδω, κυκλοφορώ, παρουσιάζω, συνεφέρω, επαναφέρω στις αισθήσεις, πείθω, συνεφέρω, καταφέρνω, τουμπάρω, καλοπιάνω, ψήνω, συνεφέρω, επαναφέρω στις αισθήσεις, αναφέρω, μεγαλώνω, κάνω εμετό, ξυπνάω αναμνήσεις σε κπ, ξυπνάω αναμνήσεις σε κπ από κτ, ανασταίνω, ανασταίνω, απαγγέλλω κατηγορία, απαγγέλλω κατηγορίες κατά κπ, φέρνω πιο κοντά, κάνω το κοινό να ξεκαρδιστεί στα γέλια, συστήνω κπ στους γονείς, γνωρίζω κπ στους γονείς, κάνω κτ σαφές σε κτ, καθιστώ κτ σαφές σε κπ, στηρίζω την οικογένεια, είμαι επιτυχημένος, τυποποιώ, ευθυγραμμίζω, βάζω σε ευθεία γραμμή, βάζω στην σειρά, ξεκινώ, αρχίζω, θέτω το ζήτημα, εστιάζω, διασαφηνίζω, ευθυγραμμίζω κτ με κτ, χρησιμοποιώ, αμφιβάλλω, έχω αμφιβολίες, έχω ενδοιασμούς, άντε ντε!, έλα να δούμε!, φέρνω τύχη σε κπ, φέρνω, αποκαθιστώ την ειρήνη, φέρνω ειρήνη, ανασταίνω, φέρνω κτ σε σημείο βρασμού, τελειώνω, ολοκληρώνω, καλώ κπ να λογοδοτήσει, τελειώνω, σταματώ, ολοκληρώνω, εφιστώ την προσοχή κπ σε κτ, χρησιμοποιώ κτ σε κτ, τελειώνω, σταματώ, ολοκληρώνω, φέρνω σε παροξυσμό, ολοκληρώνω, θέτω κπ/κτ υπό έλεγχο, φέρνω κπ ενώπιον της δικαιοσύνης, φέρνω κπ ενώπιον της δικαιοσύνης, ζωηρεύω, ζωντανεύω, ζωηρεύω, ζωντανεύω, ζωντανεύω, αποκαλύπτω, γνωστοποιώ, φέρνω κπ/κτ στο μυαλό μου, ζεσταίνω κτ μέχρι να βράσει, φέρνω κπ/κτ κοντά, συγκεντρώνω, ακολουθώ, ενημερώνω, υποχρεώνω τον εαυτό μου να κάνει κτ, βάζω τον εαυτό μου να κάνει κτ, συντελώ στην πρόκληση, επιπλήττω, επιπλήττω κπ για κτ, επιπλήττω κπ γιατί έκανε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bring

φέρνω

transitive verb (take with oneself) (παίρνω μαζί μου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Should I bring some wine with me?
Να φέρω κρασί μαζί μου;

φέρνω, μεταφέρω

transitive verb (carry [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bring that chair over here, will you?
Μπορείς να φέρεις, εδώ, εκείνη την καρέκλα;

φέρνω

transitive verb (take [sb] with you) (άτομο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bring a friend when you come to dinner.
Φέρε και κάποιον φίλο σου, όταν έρθεις για το δείπνο.

πιάνω

transitive verb (sell for, give) (μεταφορικά: τιμή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Those antiques should bring a good price.

κάνω

transitive verb (persuade) (μεταφορικά: πείθω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Her speech brought us to accept her point of view.

υποβάλλω

transitive verb (legal: put forward) (μήνυση, αγωγή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She brought a lawsuit against her employer.

προσελκύω

transitive verb (attract)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This new window display should bring a crowd.

φέρνω, πραγματοποιώ

phrasal verb, transitive, separable (cause)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He promised that he would bring about change.
Υποσχέθηκε ότι θα πραγματοποιήσει αλλαγές.

παίρνω μαζί μου, φέρνω μαζί μου

phrasal verb, transitive, separable (carry or take: to a given place)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This is not a private dinner so please invite your friends and bring along a bottle of wine.
Δεν πρόκειται για ιδιωτικό γεύμα, επομένως σας παρακαλώ προσκαλέστε τους φίλους σας και φέρτε ένα μπουκάλι κρασί μαζί σας.

φέρνω

phrasal verb, transitive, separable (return with [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Do you want me to bring back some snacks from the store?
Θέλεις να φέρω μερικά σνακ από το μαγαζί;

επαναφέρω

phrasal verb, transitive, separable (informal (reintroduce [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The murderer's lenient sentence led to calls to bring back hanging.
Η επιεικής ποινή του δολοφόνου οδήγησε σε εκκλήσεις να επαναφερθεί ο απαγχονισμός.

ξαναφέρνω στη μόδα, επαναφέρω στη μόδα

phrasal verb, transitive, separable (informal (make [sth] popular again)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Designers in Paris have decided to bring back mini-skirts.
Οι σχεδιαστές στο Παρίσι αποφάσισαν να ξαναφέρουν στη μόδα τις μίνι φούστες.

θυμίζω

phrasal verb, transitive, separable (figurative (past, memories: revive)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Listening to that song brings back happier days.
Το άκουσμα αυτού του τραγουδιού μου φέρνει στο νου πιο ευτυχισμένες μέρες.

επαναφέρω, επαναθίγω

phrasal verb, transitive, separable (topic: raise again) (θέμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω εμετό

phrasal verb, transitive, separable (informal (food: vomit) (κάτι που έφαγα)

πάω κπ στο δικαστήριο

phrasal verb, transitive, separable (take to: court)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The Senator was brought before the High Court on charges of racketeering.

καταστρέφω, διαλύω

phrasal verb, transitive, separable (informal, figurative (cause demise)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ρίχνω

phrasal verb, transitive, separable (US, figurative, slang (make sad) (μεταφορικά: ψυχολογικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
If you keep criticizing Michael, you'll just bring him down.
Αν συνεχίσεις να κατακρίνεις τον Μίχαελ, θα τον ρίξεις.

παράγω, δημιουργώ

phrasal verb, transitive, separable (produce, create)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επισπεύδω

phrasal verb, transitive, separable (reschedule for earlier)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I hope the doctor's surgery can bring my appointment forward, as I'll be on holiday next week.

φέρνω

phrasal verb, transitive, separable (introduce, initiate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
In 2007, the British government brought in a ban on smoking in all enclosed public spaces.

φέρνω

phrasal verb, transitive, separable (ask to do a job)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Usually a new head coach will bring in his own team of assistants.

βγάζω

phrasal verb, transitive, separable (make: money) (το άτομο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
My online greetings card shop brings in £300 a month.

καταφέρνω, επιτυγχάνω

phrasal verb, transitive, separable (informal (succeed in carrying out)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We didn't think that he could bring it off, but the success of his business proved us wrong.

επιφέρω, προκαλώ

phrasal verb, transitive, separable (prompt, cause)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
His allergies brought on the asthma attack.
Οι αλλεργίες του προκάλεσαν κρίση άσθματος.

ανεβάζω στη σκηνή

phrasal verb, transitive, separable (performer, act: send on stage)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It was time to bring on the next act.
Ήρθε η ώρα να ανέβει η επόμενη πράξη επί σκηνής.

τονίζω

phrasal verb, transitive, separable (elicit)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A squirt of fresh lemon will bring out the flavor of that grilled salmon.
Μια δόση φρέσκου χυμού λεμονιού θα τονίσει τη γεύση του ψητού σολομού.

υπογραμμίζω, τονίζω, εστιάζω, επικεντρώνω

phrasal verb, transitive, separable (figurative (emphasize)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
That eye shadow brings out the blue in your eyes.

εκδίδω, κυκλοφορώ, παρουσιάζω

phrasal verb, transitive, separable (informal (publish, release)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J.K.Rowling brought out her first novel at the age of 31.

συνεφέρω, επαναφέρω στις αισθήσεις

phrasal verb, transitive, separable (informal (make conscious)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Victorians used smelling salts to bring round someone who had fainted.

πείθω, συνεφέρω, καταφέρνω, τουμπάρω, καλοπιάνω, ψήνω

phrasal verb, transitive, separable (informal, figurative (persuade) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συνεφέρω, επαναφέρω στις αισθήσεις

phrasal verb, transitive, separable (informal (rouse to consciousness)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She was brought to with smelling salts.
Την συνέφεραν με αρωματικά άλατα.

αναφέρω

phrasal verb, transitive, separable (raise: a subject)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It is not a good idea to bring up politics with my family.
Δεν είναι καλή ιδέα να αναφέρεις πολιτικά ζητήματα μπροστά στην οικογένειά μου.

μεγαλώνω

phrasal verb, transitive, separable (raise: a child)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The couple adopted the child and brought him up.
Το ζευγάρι υιοθέτησε το παιδί και το μεγάλωσε.

κάνω εμετό

phrasal verb, transitive, separable (informal (vomit)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The baby is ill and keeps bringing up her food.
Το μωρό είναι άρρωστο και κάνει διαρκώς εμετό το φαγητό του.

ξυπνάω αναμνήσεις σε κπ

verbal expression (make [sb] remember)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ah, that song brings back memories!

ξυπνάω αναμνήσεις σε κπ από κτ

verbal expression (make [sb] remember)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The photographs brought back memories of Alan's childhood.

ανασταίνω

verbal expression (resuscitate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανασταίνω

verbal expression (figurative (reintroduce) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The idea, once rejected, has been brought back to life by proponents.

απαγγέλλω κατηγορία

(accuse [sb] officially)

απαγγέλλω κατηγορίες κατά κπ

verbal expression (accuse [sb] officially)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φέρνω πιο κοντά

transitive verb (make more intimate)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She planned a quiet weekend away for the two of them in hopes that it would bring them closer.

κάνω το κοινό να ξεκαρδιστεί στα γέλια

verbal expression (make audience laugh or cheer) (ανάλογα την περίπτωση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συστήνω κπ στους γονείς, γνωρίζω κπ στους γονείς

verbal expression (informal (introduce to parents)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We're nervous because she's bringing her boyfriend home tonight.
Είμαστε αγχωμένοι, γιατί θα μας γνωρίσει τον φίλο της απόψε.

κάνω κτ σαφές σε κτ, καθιστώ κτ σαφές σε κπ

verbal expression (with object: make clear)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My car accident really brought home to me the importance of wearing a seat belt.
Το τροχαίο μου με έκανε να συνειδητοποιήσω την σημασία του να φοράει κανείς ζώνη ασφαλείας.

στηρίζω την οικογένεια

verbal expression (figurative, informal (support family)

Dean was glad to graduate so he could finally help bring home the bacon.

είμαι επιτυχημένος

verbal expression (figurative, informal (be successful)

τυποποιώ

transitive verb (figurative (standardize)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ευθυγραμμίζω, βάζω σε ευθεία γραμμή, βάζω στην σειρά

transitive verb (literal (align, line up)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεκινώ, αρχίζω

transitive verb (create, begin)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

θέτω το ζήτημα

verbal expression (put forward, argue for [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εστιάζω

verbal expression (visually: make [sth] sharper)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διασαφηνίζω

verbal expression (figurative (topic: make clear)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ευθυγραμμίζω κτ με κτ

verbal expression (make [sth] correspond, conform) (μεταφορικά)

χρησιμοποιώ

transitive verb (involve, use)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αμφιβάλλω, έχω αμφιβολίες, έχω ενδοιασμούς

transitive verb (cast doubt on)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

άντε ντε!

interjection (informal (eagerness)

My holiday starts tomorrow; bring it on!

έλα να δούμε!

interjection (slang (challenge)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you think you can do better, bring it on!
Αν νομίζεις ότι μπορείς να τα καταφέρεις καλύτερα, έλα να δούμε!

φέρνω τύχη σε κπ

verbal expression (cause good fortune for [sb])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φέρνω

(carry or take: to a given place)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I will bring the car over to your house if you drive me home afterwards.
Αν με πας σπίτι μετά, θα φέρω το αυτοκίνητο στο σπίτι σου.

αποκαθιστώ την ειρήνη, φέρνω ειρήνη

(settle conflict)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανασταίνω

verbal expression (resuscitate [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The Bible says that Christ brought Lazarus back from the dead.

φέρνω κτ σε σημείο βρασμού

verbal expression (heat [sth] to boiling point)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τελειώνω, ολοκληρώνω

verbal expression (end or complete [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Everyone at the meeting was tired and cranky, so we brought it to a close.

καλώ κπ να λογοδοτήσει

verbal expression (force to explain or justify)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τελειώνω, σταματώ, ολοκληρώνω

transitive verb (conclude, finish)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The conference was brought to an end in the late afternoon.

εφιστώ την προσοχή κπ σε κτ

verbal expression (make [sb] aware of)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
An employee brought the matter to my attention.

χρησιμοποιώ κτ σε κτ

verbal expression (apply [sth])

Ali brought all his strength to bear on the heavy door.

τελειώνω, σταματώ, ολοκληρώνω

transitive verb (complete, finish)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φέρνω σε παροξυσμό

verbal expression (informal (make frenzied)

The crowd were brought to fever pitch when the band walked onto the stage.

ολοκληρώνω

transitive verb (make a success of, accomplish)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

θέτω κπ/κτ υπό έλεγχο

verbal expression (figurative (subjugate)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φέρνω κπ ενώπιον της δικαιοσύνης

verbal expression (take to court)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Police officers must bring outlaws to justice.

φέρνω κπ ενώπιον της δικαιοσύνης

verbal expression (punish)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ζωηρεύω, ζωντανεύω

transitive verb (figurative (enliven) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The party was boring until the band started playing and brought it to life.

ζωηρεύω, ζωντανεύω

transitive verb (figurative (portray convincingly) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A good movie adaptation really brings the characters to life.

ζωντανεύω

verbal expression (often passive (give life)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A fairy brought the puppet Pinocchio to life.

αποκαλύπτω, γνωστοποιώ

transitive verb (reveal, make known)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We should bring his outrageous actions to light.

φέρνω κπ/κτ στο μυαλό μου

verbal expression (recall)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The smell of bread baking brings to mind the years I spent in boarding school.

ζεσταίνω κτ μέχρι να βράσει

verbal expression (liquid in pan: heat until boiling)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φέρνω κπ/κτ κοντά

(unite)

Sunday lunch at my parents' house brings the whole family together.

συγκεντρώνω

(collect)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This exhibition brings together all of Picasso's major paintings.

ακολουθώ

verbal expression (follow)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'll blaze a trail through the jungle. You bring up the rear.

ενημερώνω

verbal expression (give [sb] the most recent information)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alice brought me up to date with all her news.

υποχρεώνω τον εαυτό μου να κάνει κτ, βάζω τον εαυτό μου να κάνει κτ

verbal expression (force yourself to do [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I can't bring myself to see a film that's that violent.

συντελώ στην πρόκληση

verbal expression (cause jointly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Opposition to the government and anger at the police combined to bring about the riots.

επιπλήττω

verbal expression (reprimand, rebuke [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επιπλήττω κπ για κτ

verbal expression (reprimand [sb] for [sth])

The coach took them to task for their poor performance.

επιπλήττω κπ γιατί έκανε κτ

verbal expression (reprimand [sb] for doing [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bring στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του bring

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.