Τι σημαίνει το bust στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bust στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bust στο Αγγλικά.

Η λέξη bust στο Αγγλικά σημαίνει στήθος, προτομή, φιάσκο, ντου, σπασμένος, φαλιρισμένος, χαλάω, καταστρέφω, οικονομική κατάρρευση, συλλαμβάνω, πάρτι, πάρτυ, φαλιρίζω, υποβιβάζω, κάνω κπ/κτ να φαλιρίσει, το σκάω, κάνω τα δικά μου, βγάζω, τσακώνομαι, χωρίζω, το διαλύω, απότομα σκαμπανευάσματα, σκίζομαι, μου βγαίνει η πίστη, μου βγαίνει το λάδι, τρελαίνομαι στο γέλιο, πεθαίνω στο γέλιο, κατουριέμαι από τα γέλια, κουνιέμαι, κουνιέμαι, ρίχνω, βγάζω, βάζω τα κλάματα, βάζω τα γέλια, τσακωμός, χωρισμός, φαλιρίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bust

στήθος

noun (woman's chest)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The seamstress needs to measure your bust to make sure the dress will fit properly.
Η μοδίστρα πρέπει να μετρήσει το μπούστο σου για να βεβαιωθεί ότι το φόρεμα θα σου κάνει.

προτομή

noun (sculpture type)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A bust of Mozart stood on the piano.
Μια προτομή του Μότσαρτ βρισκόταν πάνω στο πιάνο.

φιάσκο

noun (US, slang (failure) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I'm afraid the whole project was a bust.
Φοβάμαι ότι ολόκληρο το πρότζεκτ ήταν ένα φιάσκο.

ντου

noun (slang (police raid) (αργκό)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Several drug users were discovered during the bust.
Ανακάλυψαν αρκετούς χρήστες ναρκωτικών όταν έκαναν έφοδο.

σπασμένος

adjective (UK, informal (busted: broken)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
I dropped my mobile and it's bust.

φαλιρισμένος

adjective (informal (bankrupt)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
That new bookstore is already bust.
Το νέο βιβλιοπωλείο έχει ήδη φαλιρίσει.

χαλάω, καταστρέφω

transitive verb (informal (break)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Randy busted his new phone already.
Ο Ράντι χάλασε (or: κατέστρεψε) ήδη το νέο του τηλέφωνο.

οικονομική κατάρρευση

noun (financial: collapse)

After the big bust in 2008, many people were unemployed.
Μετά τη μεγάλη οικονομική κατάρρευση του 2008, πολλοί έμειναν άνεργοι.

συλλαμβάνω

transitive verb (slang (police: arrest, raid)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Police have bust a major prostitution ring.
Η αστυνομία έπιασε ένα μεγάλο κύκλωμα πορνείας.

πάρτι, πάρτυ

noun (party with alcohol)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

φαλιρίζω

intransitive verb (become bankrupt)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

υποβιβάζω

transitive verb (US, Can (assign to lower rank)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω κπ/κτ να φαλιρίσει

transitive verb (make [sb/sth] bankrupt)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The poor economy has busted a lot of new businesses.

το σκάω

phrasal verb, intransitive (US, slang (escape from somewhere) (καθομιλουμένη, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Even if they could bust out of the old jail, there was nowhere to hide on the island.

κάνω τα δικά μου

phrasal verb, intransitive (US, slang (do [sth] in unconventional way) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βγάζω

phrasal verb, transitive, separable (US, slang (take out for use)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let's bust out a bottle of the good wine for our anniversary!

τσακώνομαι, χωρίζω

phrasal verb, transitive, separable (US, slang, figurative (end)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Seems like I have to bust up a fight between those kids every day.

το διαλύω

phrasal verb, intransitive (US, slang, figurative (couple: separate, split) (ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

απότομα σκαμπανευάσματα

noun (economy: alternating extremes)

Arnold's life had followed a boom-and-bust cycle, rich one moment, broke the next.

σκίζομαι, μου βγαίνει η πίστη, μου βγαίνει το λάδι

verbal expression (US, slang, figurative (try very hard) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Don't bust a gut trying to get this place tidy by lunchtime.
Μη σκιστείς να καθαρίσεις τον χώρο μέχρι το μεσημεριανό.

τρελαίνομαι στο γέλιο

verbal expression (US, figurative, slang (laugh energetically)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πεθαίνω στο γέλιο, κατουριέμαι από τα γέλια

verbal expression (US, figurative, slang (laugh energetically) (καθομ, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
That comedian's monologue was so funny, I bust a gut laughing.

κουνιέμαι

verbal expression (slang (go, leave) (μεταφορικά, αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It's time to bust a move because it's getting late.

κουνιέμαι

verbal expression (slang, dated (dance) (μτφ, καθομ: χορεύω)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Gino is busting some moves on the dancefloor.

ρίχνω

verbal expression (US, slang (fire a bullet) (καθομ, μτφ: πυροβολώ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βγάζω

(US, slang (help to escape) (από τη φυλακή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
His friends will bust him out of jail.

βάζω τα κλάματα

verbal expression (US, informal (start weeping suddenly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βάζω τα γέλια

verbal expression (US, informal (laugh suddenly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τσακωμός

noun (slang, figurative (friends: disagreement)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Marie's not talking to Sarah, they've had a bust-up.

χωρισμός

noun (slang, figurative (couple: separation)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
His hard drinking caused the bust up between those two.

φαλιρίζω

(informal (company: be bankrupt) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She lost her job when the company went bust.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bust στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του bust

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.