Τι σημαίνει το butt στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης butt στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του butt στο Αγγλικά.

Η λέξη butt στο Αγγλικά σημαίνει πισινός, αποτσίγαρο, χοντρή άκρη, κοντάκι, στόχος, άκρη, γωνία, τσιγάρο, χτύπημα, δεξαμενή, χτυπώ με δύναμη, χτυπάω με δύναμη, πετάγομαι, ανακατεύομαι, χώνομαι, δεν ανακατεύομαι, τσίτσιδος, κωλομέρι, πλατύ άκρο, βρίσκομαι δίπλα σε, αντικριστή συγκόλληση, παλιομαλάκας, χοντρομαλάκας, σκατομαλάκας, φίλτρο, αποτσίγαρο, κεφαλιά, χτυπώ κπ/κτ με το κεφάλι, σκίζω, κομμάτι από τον ώμο χοιρινού, βαρέλι συλλογής βρόχινου νερού. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης butt

πισινός

noun (mainly US, slang (buttocks) (οπίσθια)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
You could see his butt through the hole in his jeans.
Μπορούσες να δεις τον ποπό του μέσα από την τρύπα στα τζιν του.

αποτσίγαρο

noun (cigarette end)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Many smokers toss their butts onto the side of the road.
Πολλοί καπνιστές πετούν τις γόπες τους στην άκρη του δρόμου.

χοντρή άκρη

noun (thick end)

The butt of the axe handle made it easy to grip.
Ήταν εύκολο να κρατάει κανείς το τσεκούρι χάρη στη χοντρή άκρη της λαβής του.

κοντάκι

noun (rifle) (όπλου)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Put the butt of the rifle on your shoulder before you aim.
Βάλε το κοντάκι του τουφεκιού στον ώμο σου προτού σημαδέψεις.

στόχος

noun (object of a joke) (πειράγματος, πλάκας)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
John was the butt of all our jokes in school.
Ο Τζον ήταν ο στόχος όλων των πειραγμάτων μας στο σχολείο.

άκρη, γωνία

noun (stub, end)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The bread was all eaten, except the two butts at either end.

τσιγάρο

noun (slang (cigarette)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Can you spare me a butt? I left mine in the car.

χτύπημα

noun (blow, hit)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The butt from the tractor knocked over the hay.

δεξαμενή

noun (water storage container)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Marilyn uses a rainwater butt to water her garden instead of using city water.

χτυπώ με δύναμη, χτυπάω με δύναμη

transitive verb (ram) (με το κεφάλι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The goat butted the door open with its horns.

πετάγομαι

phrasal verb, intransitive (figurative, informal (spoken: interrupt) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Please stop butting in; you'll have a turn to speak.
Σε παρακαλώ σταμάτα να πετάγεσαι. Θα έρθει η σειρά σου να μιλήσεις.

ανακατεύομαι

phrasal verb, intransitive (figurative, informal (actions: interfere)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I wish that instead of butting in, my mom would let me deal with things my way.

χώνομαι

phrasal verb, transitive, inseparable (slang (interrupt: a conversation) (μτφ: σε συζήτηση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When Mary and I are talking, please don't butt into our conversation.

δεν ανακατεύομαι

phrasal verb, intransitive (US, slang (mind your own business!)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I don't want to talk about it, so butt out!

τσίτσιδος

adjective (US, informal (completely nude) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
When no one was around, he swam buck naked.

κωλομέρι

noun (usually plural, slang (buttock) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πλατύ άκρο

noun (thicker end, remainder)

βρίσκομαι δίπλα σε

verbal expression (be adjacent to)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The decorative moulding butts up against the door.

αντικριστή συγκόλληση

noun (type of fused metalwork join)

παλιομαλάκας, χοντρομαλάκας, σκατομαλάκας

noun (US, pejorative, vulgar, slang (stupid person) (αργκό, χυδαίο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Get out of the way, butthead!
Κάνε στην άκρη, παλιομαλάκα!

φίλτρο, αποτσίγαρο

noun (end of smoked cigarette)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The floor of the bar was carpeted with cigarette butts discarded by the clientele.
Το πάτωμα του μπαρ ήταν σκεπασμένο με γόπες πεταμένες από τους πελάτες.

κεφαλιά

noun (violent blow made with the head)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
With a swift headbutt, the goat knocked the little boy over.

χτυπώ κπ/κτ με το κεφάλι

transitive verb (hit with the forehead)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The wrestler violently headbutted his opponent.

σκίζω

verbal expression (US informal (succeed) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The soccer team has been practicing every day, so they're going to kick butt in the tournament!

κομμάτι από τον ώμο χοιρινού

noun (cut of meat from pig's shoulder)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

βαρέλι συλλογής βρόχινου νερού

noun (barrel for collecting rainwater)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του butt στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του butt

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.