Τι σημαίνει το busted στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης busted στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του busted στο Αγγλικά.

Η λέξη busted στο Αγγλικά σημαίνει χαλασμένος, συλληφθείς, χρεωκοπημένος, φαλιρισμένος, στήθος, προτομή, φιάσκο, ντου, σπασμένος, φαλιρισμένος, χαλάω, καταστρέφω, οικονομική κατάρρευση, συλλαμβάνω, πάρτι, πάρτυ, φαλιρίζω, υποβιβάζω, κάνω κπ/κτ να φαλιρίσει, γίνομαι τσακωτός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης busted

χαλασμένος

adjective (US, informal (broken)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Alan fixed the busted machine.

συλληφθείς

adjective (slang (police: arrested, raided)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
The busted drug dealer is in jail.

χρεωκοπημένος, φαλιρισμένος

adjective (informal (bankrupt)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The busted business had been losing thousands of dollars each month.

στήθος

noun (woman's chest)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The seamstress needs to measure your bust to make sure the dress will fit properly.
Η μοδίστρα πρέπει να μετρήσει το μπούστο σου για να βεβαιωθεί ότι το φόρεμα θα σου κάνει.

προτομή

noun (sculpture type)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A bust of Mozart stood on the piano.
Μια προτομή του Μότσαρτ βρισκόταν πάνω στο πιάνο.

φιάσκο

noun (US, slang (failure) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I'm afraid the whole project was a bust.
Φοβάμαι ότι ολόκληρο το πρότζεκτ ήταν ένα φιάσκο.

ντου

noun (slang (police raid) (αργκό)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Several drug users were discovered during the bust.
Ανακάλυψαν αρκετούς χρήστες ναρκωτικών όταν έκαναν έφοδο.

σπασμένος

adjective (UK, informal (busted: broken)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
I dropped my mobile and it's bust.

φαλιρισμένος

adjective (informal (bankrupt)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
That new bookstore is already bust.
Το νέο βιβλιοπωλείο έχει ήδη φαλιρίσει.

χαλάω, καταστρέφω

transitive verb (informal (break)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Randy busted his new phone already.
Ο Ράντι χάλασε (or: κατέστρεψε) ήδη το νέο του τηλέφωνο.

οικονομική κατάρρευση

noun (financial: collapse)

After the big bust in 2008, many people were unemployed.
Μετά τη μεγάλη οικονομική κατάρρευση του 2008, πολλοί έμειναν άνεργοι.

συλλαμβάνω

transitive verb (slang (police: arrest, raid)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Police have bust a major prostitution ring.
Η αστυνομία έπιασε ένα μεγάλο κύκλωμα πορνείας.

πάρτι, πάρτυ

noun (party with alcohol)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

φαλιρίζω

intransitive verb (become bankrupt)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

υποβιβάζω

transitive verb (US, Can (assign to lower rank)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω κπ/κτ να φαλιρίσει

transitive verb (make [sb/sth] bankrupt)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The poor economy has busted a lot of new businesses.

γίνομαι τσακωτός

verbal expression (slang, figurative (be discovered or caught out) (μτφ, καθομιλουμένη)

When Mom came home in the middle of our big party, we knew we were totally busted.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του busted στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του busted

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.