Τι σημαίνει το call for στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης call for στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του call for στο Αγγλικά.
Η λέξη call for στο Αγγλικά σημαίνει ζητώ, επιβάλλω, προβλέπω, τηλεφωνάω, τηλεφωνώ, φωνάζω, φωνάζω, καλώ, τηλεφωνάω, τηλεφωνώ, φωνάζω, τηλέφωνο, ζήτηση, φωνή, βγάζω, λέω, σήμα, έκκληση, κλήση, κλήση, κάλεσμα, ουρλιαχτό, σφυρίχτρα, κουδούνι, λόγος, κάνω call, κάνω κόλ, δήλωση, απόφαση, δικαίωμα αγοράς, ειδοποίηση, απόφαση, επιλογή, επίσκεψη, περνάω, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, κάνω κόλ, καλώ, καλώ, φωνάζω, καλώ, ξυπνάω, δίνω, παρασέρνω, γίνομαι απαιτητός, αποκαλώ, θεωρώ, συγκαλώ, καλώ, ορίζω, λήγω, λέω, ζητάω να δω, τα βλέπω, δηλώνω, πρόσκληση υποβολής, πρόσκληση υποβολής προσφορών. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης call for
ζητώphrasal verb, transitive, inseparable (demand, request) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The senator called for an investigation. The judge's bailiff called for silence in the courtroom. |
επιβάλλωphrasal verb, transitive, inseparable (require) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The recipe calls for brown sugar, not white sugar. The situation calls for a calm, deliberate response. |
προβλέπωphrasal verb, transitive, inseparable (forecast) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The forecast calls for clear skies and warm temperatures. Το δελτίο καιρού προβλέπει καθαρό ουρανό και υψηλές θερμοκρασίες. |
τηλεφωνάω, τηλεφωνώtransitive verb (telephone) (σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I'll call you tomorrow to see how you are. Θα σε πάρω αύριο να δω πώς είσαι. |
φωνάζωtransitive verb (yell for [sb]) (κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jim, your mom's calling you. Τζιμ, σε φωνάζει η μαμά σου. |
φωνάζωtransitive verb (shout) (κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He called the names on the list and we wrote them down. Φώναξε τα ονόματα στη λίστα και εμείς τα σημειώσαμε. |
καλώtransitive verb (send for, summon) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Call the next candidate, please. Φώναξε τον επόμενο υποψήφιο, σε παρακαλώ. |
τηλεφωνάω, τηλεφωνώintransitive verb (telephone) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) If you don't want to write you can always call. Αν δεν θες να γράφεις γράμματα, μπορείς πάντα να τηλεφωνήσεις. |
φωνάζωintransitive verb (shout, cry) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Wade was so loud that I could hear him calling even from far away. |
τηλέφωνοnoun (communication by phone) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I received a call from my bank manager today. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Όταν κοίταξα το κινητό μου, είδα ότι είχα αρκετές αναπάντητες κλήσεις. |
ζήτησηnoun (informative (demand) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) There's little call for typewriter repair these days. Δεν υπάρχει πολλή ζήτηση για επιδιορθώσεις γραφομηχανών σήμερα. |
φωνήnoun (shout) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) They heard a call outside the window. Άκουσαν μια φωνή έξω απ' το παράθυρο. |
βγάζω, λέωtransitive verb (often passive (name) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The baby's due in three weeks but we don't know what to call her. Το μωρό θα γεννηθεί σε τρεις εβδομάδες, αλλά δεν ξέρουμε πως θα την ονομάσουμε. |
σήμαnoun (signal) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Joanna's call told us she was ready to go. |
έκκλησηnoun (appeal) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The principal's call for action followed a number of problems at the school. Μετά τα πρόσφατα προβλήματα στο σχολείο ακολούθησε η έκκληση του διευθυντή για λήψη μέτρων. |
κλήσηnoun (religion: vocation) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He felt the call to the priesthood after his visit to Lourdes. |
κλήσηnoun (summons) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He received a call to appear before the High Court. |
κάλεσμαnoun (bird sound) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) You can hear the call of an owl from my bedroom. |
ουρλιαχτόnoun (animal sound) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The call of a wolf made him sit up in his tent. |
σφυρίχτραnoun (instrument for hunting) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He blew his duck call and didn't have to wait long before one appeared. |
κουδούνιnoun (theatre: rehearsal notice) (θέατρο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) She only arrived fifteen minutes before the call time. |
λόγοςnoun (need) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) There's no call for tears. It was only a joke. |
κάνω callnoun (cards: demand to show hands) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I made a call, and the other players had to reveal their cards. |
κάνω κόλnoun (poker: equal a bet) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) He made a call with an average hand but ended up winning the pot. |
δήλωσηnoun (bridge: bid or pass) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Are you going to bid? It's your call. |
απόφασηnoun (sports: umpire's judgment) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The player disagreed with the umpire's call. |
δικαίωμα αγοράςnoun (finance: right to purchase) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Buying calls is a popular strategy for investors. |
ειδοποίησηnoun (finance: demand for payment) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) This is your final call for payment. |
απόφαση, επιλογήnoun (informal (judgement) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Canceling the event was a good call, given the weather. |
επίσκεψηnoun (visit) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The receptionist said I couldn't talk to the doctor right then, because she was out on a call. |
περνάωintransitive verb (visit) (μεταφορικά: από κάπου) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I'll call tomorrow morning on the way to work. Θα περάσω αύριο το πρωί, πηγαίνοντας στη δουλειά. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>intransitive verb (demand a card) It's my turn and I'm going to call. |
κάνω κόλintransitive verb (poker: equal a bet) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Do you want to call or raise? |
καλώintransitive verb (bird, animal: make sound) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Is that an owl calling? |
καλώintransitive verb (make a request) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) They called upon her to find a solution to their problems. |
φωνάζω(yell to get [sb]'s attention) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Steve called to his wife to come and help him. |
καλώtransitive verb (summon to religious vocation) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) God called him to the priesthood. Ο Θεός τον κάλεσε για να γίνει ιερέας. |
ξυπνάωtransitive verb (awaken) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Would you like to be called in the morning? Θα ήθελες να σε ξυπνήσουμε το πρωί; |
δίνωtransitive verb (proclaim) (αθλητικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The umpire called the ball out. |
παρασέρνωtransitive verb (hunting: lure) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He called the grouse into the open. |
γίνομαι απαιτητόςtransitive verb (demand payment) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) The debt could be called at any moment. Το χρέος θα μπορούσε να γίνει απαιτητό ανά πάσα στιγμή. |
αποκαλώtransitive verb (label) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) How dare you call me a cheat! ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μαμά, η αδερφή μου με είπε χαζή! |
θεωρώtransitive verb (informal (consider) (κάτι ως κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I call it a scandal. Λέω ότι είναι σκάνδαλο. |
συγκαλώtransitive verb (convene) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) They've called a meeting for tomorrow morning. |
καλώtransitive verb (attract) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The sea was calling him. |
ορίζωtransitive verb (order into effect) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Union leaders called an end to the strike after two weeks. |
λήγωtransitive verb (sports: end due to conditions) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The game was called due to the rain. |
λέωtransitive verb (informal (estimate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Let's call it three miles from here to there. Ας πούμε πως είναι τρία μίλια από εδώ ως εκεί. |
ζητάω να δωtransitive verb (cards: demand to see a hand) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) After the third round, anyone may call the hand. |
τα βλέπωtransitive verb (poker: equal a bet) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I'll call your ten and raise you ten. |
δηλώνωtransitive verb (informal (forecast correctly) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) In American pool, you have to call your shot before you play it. |
πρόσκληση υποβολήςnoun (academics: request for articles) (εργασιών, περιλήψεων) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) They've just published a call for papers for next year's conference. |
πρόσκληση υποβολής προσφορώνnoun (business: invitation to bid) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του call for στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του call for
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.