Τι σημαίνει το call in στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης call in στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του call in στο Αγγλικά.

Η λέξη call in στο Αγγλικά σημαίνει προσκαλώ, καλώ, έρχομαι, επισκέπτομαι, περνώ από κάπου για λίγο, τηλεφωνώ, στην οποία τηλεφωνεί το κοινό και βγαίνει στον αέρα, λέω στην δουλειά πως είμαι άρρωστος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης call in

προσκαλώ, καλώ

(summon)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It's time to call the children in for supper.
Είναι ώρα να καλέσουμε τα παιδιά για βραδινό.

έρχομαι

phrasal verb, intransitive (UK (visit)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Grandma and Grandad called in today and we all had tea.
Ο παππούς και η γιαγιά ήρθαν επίσκεψη σήμερα και ήπιαμε όλοι τσάι.

επισκέπτομαι

(UK (visit)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Stef called in on her neighbour on the way to the shops, to ask if he needed anything.

περνώ από κάπου για λίγο

(UK (visit briefly) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I just need to call in at the office on the way home to pick up some paperwork. We called in at Bristol on our way to London.
Καθώς θα πηγαίνω σπίτι, θα πρέπει, απλώς, να περάσω για λίγο από το γραφείο να μαζέψω μερικά χαρτιά. Περάσαμε για λίγο από το Μπρίστολ, καθώς πηγαίναμε στο Λονδίνο.

τηλεφωνώ

phrasal verb, intransitive (phone)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Radio listeners are encouraged to call in to make comments.
Οι ακροατές του ραδιοφώνου παροτρύνονται να τηλεφωνήσουν για να κάνουν σχόλια.

στην οποία τηλεφωνεί το κοινό και βγαίνει στον αέρα

adjective (show, etc.: phone-in)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
He hosts a call-in show on the local radio station.
Είναι ο παρουσιαστής μιας εκπομπής του τοπικού ραδιοφωνικού σταθμού στην οποία μπορούν να τηλεφωνήσουν οι ακροατές και να βγουν στον αέρα.

λέω στην δουλειά πως είμαι άρρωστος

verbal expression (notify boss you will be off sick)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του call in στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του call in

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.