Τι σημαίνει το caractéristique στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης caractéristique στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του caractéristique στο Γαλλικά.

Η λέξη caractéristique στο Γαλλικά σημαίνει χαρακτηριστικό, χαρακτηριστικός, χαρακτηριστικό, χαρακτηριστικό, ιδιόμορφος, χαρακτηριστικός, ιδιαίτερος, ξεχωριστός, ιδιαίτερος χαρακτήρας, χαρακτηριστικός, κριτήριο, χαρακτηριστικός, διαγνωστικός, ξεχωριστός, μοναδικός, ιδιαίτερος, ενδεικτικός, χαρακτηριστικός, χαρακτηριστικό, γνώρισμα, χαρακτηριστικό, γνώρισμα, εμφανής, ξεκάθαρος, ολοφάνερος, χαρακτηριστικός, διακριτικός, ο πιο χαρακτηριστικός, ο πιο αντιπροσωπευτικός, ενδεικτικός, συνηθισμένος, χαρακτηριστικό, στοιχείο, ιδιαιτερότητα, πάγιο χαρακτηριστικό, ένδειξη, βασικό χαρακτηριστικό, κύριο χαρακτηριστικό, τεχνικό χαρακτηριστικό, είμαι χαρακτηριστικό παράδειγμα, χαρακτηριστικός, σήμα κατατεθέν, ένρινος τόνος, βασικό χαρακτηριστικό, κύριο χαρακτηριστικό, χαρακτηριστικός, χαρακτηριστικά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης caractéristique

χαρακτηριστικό

(στοιχείο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Elle possède certaines caractéristiques qui font qu'on la remarque.
Έχει κάποια χαρακτηριστικά που την κάνουν να ξεχωρίζει από το πλήθος.

χαρακτηριστικός

(ιδιαίτερος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Son rire caractéristique s'entendait à l'autre bout de la salle.
Το χαρακτηριστικό του γέλιο ακούστηκε σε όλο το δωμάτιο.

χαρακτηριστικό

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'une des caractéristiques principales du style Rococo est l'abondance d'ornements.

χαρακτηριστικό

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La caractéristique que je préfère avec ce cuir, c'est sa douceur.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ένα γνώρισμα των παπαγάλων είναι η φωνή τους.

ιδιόμορφος, χαρακτηριστικός, ιδιαίτερος, ξεχωριστός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Je crois que cette expression est caractéristique du Sud.

ιδιαίτερος χαρακτήρας

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La principale caractéristique de ce bâtiment est d'avoir été dessiné par l'architecte du moment.

χαρακτηριστικός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Marilyn était à la fête avec ses talons hauts caractéristiques.
Η Μέριλιν ήταν στο πάρτι με τα χαρακτηριστικά ψηλοτάκουνά της.

κριτήριο

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La caractéristique d'un bon athlète est la discipline.
Αυτό που ξεχωρίζει τον καλό αθλητή είναι η πειθαρχία.

χαρακτηριστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le numéro caractéristique de Ned est de lancer des couteaux les yeux bandés.

διαγνωστικός

locution adjectivale (γενικά: ενδεικτικός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cet ensemble de symptômes est caractéristique de la scarlatine.

ξεχωριστός, μοναδικός, ιδιαίτερος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ενδεικτικός, χαρακτηριστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χαρακτηριστικό, γνώρισμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Quels attributs recherchez-vous chez un directeur ?
Ποιες ιδιότητες ψάχνεις σε έναν διευθυντή;

χαρακτηριστικό, γνώρισμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Elle a eu l'honneur d'être leur toute première cliente.
Είχε το χαρακτηριστικό ότι ήταν η πρώτη πελάτισσά τους.

εμφανής, ξεκάθαρος, ολοφάνερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ces animaux sont facilement reconnaissables à leur longue queue noire et blanche.

χαρακτηριστικός, διακριτικός

(permet de distinguer)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'une des caractéristiques distinctives de cette église est la peinture murale au plafond.

ο πιο χαρακτηριστικός, ο πιο αντιπροσωπευτικός

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La principale caractéristique de l'île est le cratère volcanique au centre de celle-ci.

ενδεικτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

συνηθισμένος

adjectif

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
À Noël, le parfum est un cadeau caractéristique que les femmes reçoivent de la part de leur amoureux.
Τα Χριστούγεννα ένα κλασικό δώρο που λαμβάνουν η γυναίκες από τον σύντροφό τους είναι ένα άρωμα.

χαρακτηριστικό, στοιχείο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ιδιαιτερότητα

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le film a une qualité particulière qui est caractéristique de ce réalisateur

πάγιο χαρακτηριστικό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ένδειξη

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βασικό χαρακτηριστικό, κύριο χαρακτηριστικό

nom féminin

τεχνικό χαρακτηριστικό

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

είμαι χαρακτηριστικό παράδειγμα

locution verbale

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

χαρακτηριστικός

(ακολουθεί γενική)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ces conifères sont typiques de la région.

σήμα κατατεθέν

(μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Faire de bonnes recherches constitue la caractéristique principale d'un grand érudit.
Η καλή έρευνα είναι το σήμα κατατεθέν του καλού ακαδημαϊκού.

ένρινος τόνος

(για φωνή)

βασικό χαρακτηριστικό, κύριο χαρακτηριστικό

nom féminin

La principale caractéristique de ce site web est de promouvoir la connaissance des mots.

χαρακτηριστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ce genre de mauvais comportement est typique de Ben.

χαρακτηριστικά

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του caractéristique στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του caractéristique

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.