Τι σημαίνει το communication στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης communication στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του communication στο Αγγλικά.
Η λέξη communication στο Αγγλικά σημαίνει επικοινωνία, μήνυμα, επικοινωνίες, επικοινωνία, επικοινωνία, μέσα επικοινωνίας, εμπόδιο στην επικοινωνία, επικοινωνιακός δορυφόρος, τομέας των τηλεπικοινωνιών, επικοινωνιακές δεξιότητες, επικοινωνιακές ικανότητες, άμεση επαφή, άμεση επικοινωνία, επεξεργασία δεδομένων, μαζική επικοινωνία, μέσο επικοινωνίας, μη φραστική επικοινωνία, χειρονομίες και γλώσσα του σώματος, προφορική επικοινωνία, δορυφορική επικοινωνία, αμφίδρομη επικοινωνία, οπτική επικοινωνία, ασύρματη σύνδεση, γραπτή αλληλογραφία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης communication
επικοινωνίαnoun (uncountable (interaction, discussion) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) It's important for teachers to facilitate communication in the classroom. Είναι σημαντικό για τους δασκάλους να υποστηρίζουν την επικοινωνία μέσα στην τάξη. |
μήνυμαnoun (message, information sent) (συνήθως κείμενο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The police received a communication from the fugitive criminal. Η αστυνομία έλαβε ένα μήνυμα από τον δραπέτη κακοποιό. |
επικοινωνίεςplural noun (messaging technology) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Modern communications have transformed the way we work. |
επικοινωνίαplural noun (messages, signals) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) All communications from the aircraft have stopped. Κάθε επικοινωνία με το αεροσκάφος έχει σταματήσει. |
επικοινωνίαnoun (information exchange link) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) There is no communication from the printer to the computer. |
μέσα επικοινωνίαςplural noun (print and broadcast media) |
εμπόδιο στην επικοινωνίαnoun ([sth] that blocks understanding) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I could not enjoy myself amongst his friends from abroad because there was a communication barrier. |
επικοινωνιακός δορυφόροςnoun (satellite: telecommunications) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The communication satellite was used to contact military forces in another country. |
τομέας των τηλεπικοινωνιώνnoun (telecommunications and media) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επικοινωνιακές δεξιότητες, επικοινωνιακές ικανότητεςplural noun (ability to speak, listen) |
άμεση επαφή, άμεση επικοινωνίαnoun (communication without intermediary) (χωρίς μεσάζοντα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The pilot is in direct communication with the control tower. |
επεξεργασία δεδομένωνnoun (science of data processing) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μαζική επικοινωνίαnoun (large-scale use of media, broadcasting) Television, radio and newspapers are examples of mass communication because they communicate to large numbers of people. |
μέσο επικοινωνίαςnoun (invariable (method of exchanging messages) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) As a research scientist, he spent most of his time in the Antarctic, where his only means of communication was email. |
μη φραστική επικοινωνία, χειρονομίες και γλώσσα του σώματοςnoun (gesture and facial expression) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) You can often tell from nonverbal communication if someone is lying. |
προφορική επικοινωνίαnoun (speech, talking) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I don't like to rely on oral communication for business agreements. |
δορυφορική επικοινωνίαnoun (use of technology in space to send signals) |
αμφίδρομη επικοινωνίαnoun (interaction, discussion) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
οπτική επικοινωνίαnoun (conveying information via images, etc.) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ασύρματη σύνδεσηnoun (computer connection without cables) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) From e-mail to beepers, modern business depends on wireless communication. |
γραπτή αλληλογραφίαnoun (letters, correspondence) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The court asked for copies of all written communication between my client and the company. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του communication στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του communication
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.