Τι σημαίνει το language στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης language στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του language στο Αγγλικά.

Η λέξη language στο Αγγλικά σημαίνει γλώσσα, γλώσσα προγραμματισμού, γλώσσα, γλώσσα, διάλεκτος, γλώσσα, λεξιλόγιο, γλώσσα, Αμερικανική Νοηματική Γλώσσα, Αμερικανική Νοηματική Γλώσσα, βωμολοχία, γλώσσα του σώματος, Βρεταννική Νοηματική Γλώσσα, άσεμνο λεξιλόγιο, άσεμνη γλώσσα, γλαφυρός λόγος, παραστατικός λόγος, γλώσσα προγραμματισμού, νεκρή γλώσσα, δεύτερη γλώσσα, αγγλικά ως δεύτερη γλώσσα, αγγλικά ως ξένη γλώσσα, αγγλικά ως δεύτερη γλώσσα, Διδασκαλία της Αγγλικής ως Δεύτερης Γλώσσας, μεταφορικός λόγος, μητρική γλώσσα, ξένη γλώσσα, εκμάθηση ξένων γλωσσών, επίσημη γλώσσα, αισχρή γλώσσα, γλαφυρότητα, παραστατικότητα, άσεμνο λεξιλόγιο, τολμηρό λεξιλόγιο, δόκιμη, επίσημη γλώσσα, καθομιλουμένη, εκμάθηση γλώσσας, μελέτη/εκμάθηση γλώσσας, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, δυσκολία στην επικοινωνία εξαιτίας της γλώσσας, γλωσσικός κλάδος, γλωσσική εμβάπτιση, γλωσσική εμβύθιση, εργαστήριο γλωσσών, εκμάθηση ξένων γλωσσών, λογοτεχνική γλώσσα/ύφος, ζωντανή/ομιλούμενη γλώσσα, νεκρή γλώσσα, γλώσσα χαμηλού επιπέδου, δυαδική γλώσσα, μητρική γλώσσα, μητρική γλώσσα, φυσική γλώσσα, αισχρολογία, βωμολοχία, επίσημη/αναγνωρισμένη γλώσσα, επίσημη γλώσσα, ποιητικός λόγος, κύρια γλώσσα, βλάσφημη γλώσσα, αισχρολογία, χυδαιότητα, γλώσσα προγραμματισμού, ξένη γλώσσα, επίσημη γλώσσα, νοηματική γλώσσα, γλώσσα του σώματος, επικοινωνία με χειρονομίες, γλώσσα-πηγή, γλώσσα πηγής, προφορική γλώσσα, επίσημη γλώσσα/διάλεκτος, συμβολική γλώσσα, γλώσσα μεταφοράς, διδασκαλία αγγλικών ως δεύτερης γλώσσας, χυδαία γλώσσα, παγκόσμια γλώσσα, παγκόσμια γλώσσα, γραπτός λόγος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης language

γλώσσα

noun (verbal communication of a country, etc.) (μέσο επικοινωνίας)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She speaks two languages: French and English.
Μιλάει δυο γλώσσες: γαλλικά και αγγλικά.

γλώσσα προγραμματισμού

noun (computers: programming code) (Η/Υ: κώδικας)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Java is a computer language.
Η Java είναι γλώσσα προγραμματισμού.

γλώσσα

noun (vocabulary) (μτφ: λεξιλόγιο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Don't use that sort of language! Please use more polite words.
Μη χρησιμοποιείς τέτοια γλώσσα! Σε παρακαλώ να χρησιμοποιείς πιο ευγενικό λεξιλόγιο.

γλώσσα

noun (wording)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The language of this document is really dry and boring.
Αυτό το έγγραφο χρησιμοποιεί πολύ ανιαρή και ξερή γλώσσα.

διάλεκτος

noun (dialect) (τοπική γλώσσα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The language of one town can really differ from the next, even in the same country.
Η διάλεκτος μιας πόλης μπορεί να διαφέρει πραγματικά από τη διάλεκτο μιας άλλης, ακόμα και στην ίδια χώρα.

γλώσσα

noun (style of speech) (τρόπος ομιλίας)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You could tell that she was from a lower-class background by her language.
Μπορείς να καταλάβεις ότι προέρχεται από κατώτερη κοινωνική τάξη από τη γλώσσα που χρησιμοποιεί.

λεξιλόγιο

noun (vulgar words) (χυδαίες λέξεις)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Don't use that language around the kids!
Μη χρησιμοποιείς αυτό το λεξιλόγιο μπροστά στα παιδιά!

γλώσσα

noun (figurative (any mode of expression) (μτφ: τρόπος έκφρασης)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The language of dogs includes barks, growls and whimpers.
Η γλώσσα των σκυλιών περιλαμβάνει γαβγίσματα, γρυλίσματα και κλαψουρίσματα.

Αμερικανική Νοηματική Γλώσσα

noun (deaf language of North America)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Αμερικανική Νοηματική Γλώσσα

noun (initialism (American Sign Language)

βωμολοχία

noun (swearing, curse words)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Children often learn bad language from their parents and friends.

γλώσσα του σώματος

noun (communication via gesture, etc.)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I could tell from her body language that she was disappointed.
Από τη γλώσσα του σώματός της καταλάβαινα ότι ήταν απογοητευμένη.

Βρεταννική Νοηματική Γλώσσα

noun (initialism (British Sign Language)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

άσεμνο λεξιλόγιο

noun (vulgar use of words) (αποδοκιμασίας)

That kind of coarse language is not appropriate in front of your mother.

άσεμνη γλώσσα

noun (figurative (rude words)

I have to warn you, this movie contains some rather colourful language.

γλαφυρός λόγος, παραστατικός λόγος

noun (figurative (vivid description)

The author described the scene with such colorful language that I felt as though I were actually there.

γλώσσα προγραμματισμού

(coding)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

νεκρή γλώσσα

noun (no longer spoken)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Latin is a dead language.

δεύτερη γλώσσα

noun (no longer a first language)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αγγλικά ως δεύτερη γλώσσα

noun (initialism (English as a Foreign Language)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Laurie taught EFL in South Korea for two years.

αγγλικά ως ξένη γλώσσα

noun (school subject)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Gavin teaches English as a Foreign Language at a private language school.

αγγλικά ως δεύτερη γλώσσα

noun (school subject)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Louise has a diploma in teaching English as a Second Language.

Διδασκαλία της Αγγλικής ως Δεύτερης Γλώσσας

noun (initialism (English as a Second Language)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μεταφορικός λόγος

noun (non-literal expressions)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Metaphors and similes are examples of figurative language.

μητρική γλώσσα

noun (mother tongue)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
English is not my first language. The first language of most Australians is English.

ξένη γλώσσα

noun (language not one's mother tongue)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The sooner you start learning a foreign language, the easier it will be.

εκμάθηση ξένων γλωσσών

noun (learning of other languages)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Foreign-language study is best done in the country in question.

επίσημη γλώσσα

noun (formal words, phrases)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Diplomacy is always conducted in very formal language.

αισχρή γλώσσα

noun (obscene words)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The use of foul language may offend some people.

γλαφυρότητα, παραστατικότητα

noun (imagery used to depict [sth])

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

άσεμνο λεξιλόγιο, τολμηρό λεξιλόγιο

noun (figurative (explicit or obscene words)

δόκιμη, επίσημη γλώσσα

noun (formal language)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
C++ is a high-level language. High level programming languages use more human-like syntax.

καθομιλουμένη

noun (colloquial words and expressions)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The lawyer explained the terms of the contract using informal language, so we could all understand.

εκμάθηση γλώσσας

noun (learning of a language)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tom studied linguistics and language acquisition at university.

μελέτη/εκμάθηση γλώσσας

plural noun (study of reading and writing)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Four years of study in language arts are usually required to graduate high school in the US.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (helps language teacher)

δυσκολία στην επικοινωνία εξαιτίας της γλώσσας

noun (figurative (difficulty in communication due to language difference)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
To break through the language barrier when I was in Asia I communicated with gestures and drawings.

γλωσσικός κλάδος

noun (related dialects)

γλωσσική εμβάπτιση, γλωσσική εμβύθιση

noun (language learning by exposure) (μέθοδος διδασκαλίας)

εργαστήριο γλωσσών

noun (room with language-learning facilities)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The language lab at my university just received 20 new computers.

εκμάθηση ξένων γλωσσών

noun (learning of foreign languages)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I have a degree in mathematics, but my true love is language study.

λογοτεχνική γλώσσα/ύφος

noun (writing, speech: formal or poetic style)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Long complex sentences are a characteristic of literary language.

ζωντανή/ομιλούμενη γλώσσα

noun (language that is currently spoken)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Welsh is still a living language in many parts of Wales.

νεκρή γλώσσα

noun (language that is no longer spoken) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Trying to understand a lost language is like breaking a code. The Rosetta Stone helped us decipher the lost language of the ancient Egyptians.
Το να προσπαθείς να καταλάβεις μια νεκρή γλώσσα είναι σα να σπας έναν κώδικα. Η Στήλη της Ροζέτας μας βοήθησε να αποκρυπτογραφήσουμε τη χαμένη γλώσσα των αρχαίων Αιγυπτίων.

γλώσσα χαμηλού επιπέδου

noun (computer code) (πληροφορική, προγραμματισμός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Assembly language is a typical example of a low-level language.
Η Assembly είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα γλώσσας χαμηλού επιπέδου.

δυαδική γλώσσα

noun (computer code) (Η/Υ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μητρική γλώσσα

noun (native language)

Juan's mother tongue is Spanish.
Η μητρική γλώσσα του Χουάν είναι τα ισπανικά.

μητρική γλώσσα

noun (first language, mother tongue)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My native language is English, but I learned French at school.

φυσική γλώσσα

noun (language that has evolved naturally)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Programming languages and natural languages have many things in common.

αισχρολογία, βωμολοχία

noun (swearing, curse words)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You should not use obscene language around children.

επίσημη/αναγνωρισμένη γλώσσα

noun (language with legal status)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The United States of America has no official language. Canada Has two official languages, English and French.
Ο Καναδάς έχει δυο επίσημες γλώσσες, τα Αγγλικά και τα Γαλλικά.

επίσημη γλώσσα

noun (words used on government documents)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Official language is often nothing more than double-speak and innuendo.

ποιητικός λόγος

noun (flowery, expressive words)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κύρια γλώσσα

noun (most common language)

The primary language of Montreal is French.

βλάσφημη γλώσσα, αισχρολογία, χυδαιότητα

noun (obscenities, rude words)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Don't use profane language around children!

γλώσσα προγραμματισμού

(computing)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ξένη γλώσσα

noun (non-native language)

επίσημη γλώσσα

noun (language used in official setting)

νοηματική γλώσσα

noun (deaf language: visual signs)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He can communicate perfectly by using sign language.
Μπορεί και επικοινωνεί τέλεια χρησιμοποιώντας τη νοηματική γλώσσα.

γλώσσα του σώματος, επικοινωνία με χειρονομίες

noun (communication by gesture)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Kyle was doing sign language across the room to ask me if I wanted a drink.

γλώσσα-πηγή, γλώσσα πηγής

noun (language from which [sth] is translated)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

προφορική γλώσσα

noun (speech, oral communication)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επίσημη γλώσσα/διάλεκτος

noun (official dialect)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συμβολική γλώσσα

noun (metaphor, analogy)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Poets often use symbolic language to describe events.
Οι ποιητές συχνά χρησιμοποιούν συμβολική γλώσσα, για να περιγράψουν γεγονότα.

γλώσσα μεταφοράς

noun (language into which [sth] is translated)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I usually translate from the source language into Spanish, the target language.

διδασκαλία αγγλικών ως δεύτερης γλώσσας

noun (initialism (Teaching English as a Second Language)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

χυδαία γλώσσα

noun (swear or curse words, profanity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The girl was sent out of the classroom for using vulgar language.

παγκόσμια γλώσσα

noun (language used in many countries)

παγκόσμια γλώσσα

noun (created language for worldwide use)

γραπτός λόγος

noun (system of writing)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του language στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του language

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.