Τι σημαίνει το radio στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης radio στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του radio στο Αγγλικά.

Η λέξη radio στο Αγγλικά σημαίνει ραδιόφωνο, ραδιόφωνο, ραδιόφωνο, ραδιο-, ασύρματος, ραδιόφωνο, ραδιοφωνικός, καλώ, καλώ, ραδιοφάρος, ξυπνητήρι-ραδιόφωνο, ψηφιακό ραδιόφωνο, ερασιτέχνης χρήστης ραδιοφώνου ή ερασιτέχνης ραδιοφωνικός παραγωγός, στο ραδιόφωνο, στο ραδιόφωνο, φορητό ραδιόφωνο, ραδιοφωνική μετάδοση, ραδιοσυχνότητα, συχνότητα, ραδιοφωνική σύνδεση, ραδιοφωνικός ακροατής, κεραία τηλεπικοινωνιών, αντένα τηλεπικοινωνιών, ραδιοφωνικό θέατρο, σήμα, ραδιοφωνική εκπομπή, ραδιοφωνικός σταθμός, ραδιοφωνική εκπομπή, ραδιό-πομπός, ραδιοκύμα, τρανζίστορ, αμφίπλευρη ραδιοεπικοινωνία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης radio

ραδιόφωνο

noun (broadcast apparatus) (ΜΜΕ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Edwin spoke into the radio, hoping someone out there would pick up his message.
Ο Έντγουιν μίλησε στον ασύρματο ελπίζοντας ότι κάποιος εκεί έξω θα λάμβανε το μήνυμά του.

ραδιόφωνο

noun (receiving apparatus) (ΜΜΕ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Nina is listening to the radio.
Η Νίνα ακούει ραδιόφωνο.

ραδιόφωνο

noun (radio broadcasts)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Matthew prefers radio to TV.
Ο Μάθιου προτιμά το ραδιόφωνο από την τηλεόραση.

ραδιο-

adjective (relating to radiation)

ασύρματος

noun (two-way communication)

The police use radios to communicate.

ραδιόφωνο

noun (profession)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Richard works in radio.

ραδιοφωνικός

noun as adjective (relating to radio broadcasting)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Emily works at a radio station.

καλώ

intransitive verb (call for help) (σε βοήθεια)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
One of the climbers had fallen and broken his leg, so their guide radioed for help.

καλώ

transitive verb (contact by two-way radio)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ραδιοφάρος

noun (station transmitting radio signals)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The signal should be strong since there's a beacon nearby.
Το σήμα πρέπει να είναι δυνατό αφού υπάρχει ραδιοφάρος κοντά.

ξυπνητήρι-ραδιόφωνο

noun (device: radio plus clock)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The clock radio is difficult to set, and often wakes guests up during the night.
Το ξυπνητήρι-ραδιόφωνο ρυθμίζεται πολύ δύσκολα και συχνά ξυπνά τους φιλοξενούμενους κατά τη διάρκεια της νύχτας.

ψηφιακό ραδιόφωνο

noun (electronic wireless transmission)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ερασιτέχνης χρήστης ραδιοφώνου ή ερασιτέχνης ραδιοφωνικός παραγωγός

noun (informal (amateur radio user)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The radio ham fiddled with the knobs to get the right frequency.

στο ραδιόφωνο

expression (received by a radio)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στο ραδιόφωνο

expression (broadcast by radio)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φορητό ραδιόφωνο

noun (small radio: can be carried)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We took a portable radio with us when we went for a picnic in the country.
Πήραμε ένα φορητό ραδιόφωνο μαζί μας όταν πήγαμε για πικ νικ στην εξοχή.

ραδιοφωνική μετάδοση

noun ([sth] transmitted via radio signal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Yesterday I listened to a very interesting radio broadcast about farming.

ραδιοσυχνότητα

noun (frequency between 10 KHz and 300,000 MHz)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

συχνότητα

noun (frequency of a given radio station)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ραδιοφωνική σύνδεση

noun (radio communication setup)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Marconi established the first radio link between England and France in 1899.

ραδιοφωνικός ακροατής

noun ([sb] who listens to radio broadcast)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κεραία τηλεπικοινωνιών, αντένα τηλεπικοινωνιών

noun (transmission tower)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ραδιοφωνικό θέατρο

noun (drama made to be broadcast on radio)

σήμα

noun (clarity of radio signal) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The radio reception here is terrible - I can only get a couple of stations.

ραδιοφωνική εκπομπή

noun (programme broadcast on radio)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ραδιοφωνικός σταθμός

noun (channel that broadcasts radio)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ραδιοφωνική εκπομπή

noun ([sth] broadcast by radio)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ραδιό-πομπός

noun (device for broadcasting a radio signal)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ραδιοκύμα

(electronics)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τρανζίστορ

noun (small radio)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

αμφίπλευρη ραδιοεπικοινωνία

noun (can receive, send)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του radio στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του radio

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.