Τι σημαίνει το medium στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης medium στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του medium στο Αγγλικά.

Η λέξη medium στο Αγγλικά σημαίνει μέτριος, μεσαίος, μέσο, καλλιτεχνικό μέσο, μέσο, μέντιουμ, μεσαίος, μέτρια ψημένος, μέτρια, θρεπτικό μέσο, θρεπτικό υλικό, υπόστρωμα, υδατικό μέσο, μέσο καλλιέργειας, χρυσή τομή, MDF, μεσαία θερμοκρασία, μέτρια θερμοκρασία, μεσαίου μήκους, μέτριου μήκους, μεσαίου καβουρδίσματος, μεσοπρόθεσμος, ημίξηρος, μέτριου ύψους, μεσαίου ύψους, μισοψημένος, μεσαίου μεγέθους. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης medium

μέτριος, μεσαίος

adjective (average)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He is of medium height.
Είναι μέτριου (or: μεσαίου) ύψους.

μέσο

noun (means of communication)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
By the medium of television, children see the world.
Με μέσο την τηλεόραση, τα παιδιά βλέπουν τον κόσμο.

καλλιτεχνικό μέσο

noun (art form, material)

He usually works in the medium of marble or glass.
Συνήθως χρησιμοποιεί το μάρμαρο ή το γυαλί ως καλλιτεχνικό μέσο.

μέσο

noun (art: substance added to paint)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Jessie uses a medium to stop her acrylic paints drying out too quickly.

μέντιουμ

noun (clairvoyant)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The medium claims to be able to speak to dead people.

μεσαίος

noun (size, portion)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Which portion would you like: the small, the medium or the large?
Ποια μερίδα θα θέλατε: τη μικρή, τη μεσαία ή τη μεγάλη;

μέτρια ψημένος

adjective (steak, etc: still pink inside)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
I like my steak medium, but my husband prefers rare.
Μου αρέσει η μπριζόλα μου μέτρια ψημένη, αλλά ο σύζυγός μου την προτιμά ελάχιστα.

μέτρια

adverb (steak, etc.: still pink inside)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I would like my steak to be cooked medium.
Θα ήθελα την μπριζόλα μου μέτρια ψημένη.

θρεπτικό μέσο, θρεπτικό υλικό, υπόστρωμα

noun (substance for growing cells, etc.) (βιολογία)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
All tests were conducted using a nutrient-rich artificial sea-water medium.
Όλα τα τεστ έγιναν με χρήση ενός υψηλού σε θρεπτικά συστατικά τεχνητού υποστρώματος θαλασσινού νερού.

υδατικό μέσο

noun (water-based solution)

The experiment investigates the transformation of molecules in an aqueous medium.

μέσο καλλιέργειας

noun (bacteriology)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

χρυσή τομή

noun (compromise) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Vicky is trying to strike a happy medium between her work commitments and family life.

MDF

noun (initialism (medium-density fiberboard)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

μεσαία θερμοκρασία, μέτρια θερμοκρασία

noun (cookery: moderate temperature)

Place a pan over a medium heat and fry the onions gently.

μεσαίου μήκους, μέτριου μήκους

adjective (moderately long)

Nicole has a medium-length hairstyle.

μεσαίου καβουρδίσματος

adjective (coffee) (καφές)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Medium-roast coffee has a smooth balanced taste.

μεσοπρόθεσμος

noun as adjective (finance: of bonds, etc.)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
These bonds are medium term and have an average maturity of 4.5 years.

ημίξηρος

adjective (partially dry)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μέτριου ύψους, μεσαίου ύψους

adjective (averagely-tall)

Amy is a medium-height woman with long brown hair.

μισοψημένος

adjective (steak: pink or slightly bloody)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
I prefer my steak medium rare whereas some people prefer it well done.

μεσαίου μεγέθους

adjective (of medium dimensions)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
The Fokker 100 is a medium-sized aircraft.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του medium στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του medium

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.