Τι σημαίνει το sentido στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sentido στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sentido στο ισπανικά.

Η λέξη sentido στο ισπανικά σημαίνει αίσθηση, ειλικρινής, ανυπόκριτος, ευαίσθητος, σύνεση, νόημα, άποψη, πλευρά, νόημα, άποψη, νόημα, καλό, κεντρική ιδέα, σημασία, λογική, χρησιμότητα, αισθάνομαι, νιώθω, αίσθηση, αισθάνομαι, νιώθω, μυρίζω, αισθάνομαι άσχημα, έχω τύψεις, αισθάνομαι, νιώθω, μυρίζομαι, αισθάνομαι, νιώθω, λυπάμαι, αισθάνομαι, νιώθω, αισθάνομαι, νιώθω, γεύομαι, έχω συναισθήματα, νιώθω, αισθάνομαι, αισθάνομαι, νιώθω, έχω την υποψία ότι/πως, θλίβομαι, λυπάμαι, στενοχωριέμαι, νιώθω, κυριεύομαι από κτ, καταλαμβάνομαι από κτ, ανούσιος, μάταιος, μεταφορικά, αλληγορικά, γελοίος, έκτη αίσθηση, άσκοπα, μάταια, ανούσια, απερίσκεπτα, ασυλλόγιστα, άκριτα, αυτί, αφτί, αντικειμενικός, απροκατάληπτος, που δεν έχει αίσθηση του χιούμορ, κοινή λογική, ασήμαντος, επουσιώδης, αδιάφορος, σημαντικός,αξιόλογος, μιας κατεύθυνσης, μονής κατεύθυνσης, θετικής κατεύθυνσης, χωρίς λογική, μη οξυδερκής, δεξιόστροφα, αντίθετα, μεταφορικά μιλώντας, κατά κάποιον τρόπο, από όλες τις απόψεις, κάπως, με όλη την έννοια της λέξης, με την πραγματική έννοια του όρου, από όλες τις απόψεις, αριστερόστροφα, είναι λογικό, είναι εύλογο, Σε συμπονώ, δεν υπάρχει λόγος να, υπό την έννοια ότι, δεν υπονοώ τίποτα, Συλλυπητήρια, μωρολόγος, κοινός νους, αφοσίωση στο καθήκον, κρυφό νόημα, έκτη αίσθηση, ακριβής σημασία, διφορούμενο σχόλιο, κοινή λογική, κυριολεκτικό/ακριβές νόημα, συνείδηση, νέο νόημα, αντίθετη κατεύθυνση, αίσθηση καθήκοντος/ευθύνης, αίσθηση της ακοής, αίσθηση του ρυθμού, ηθική, χρηστότητα, αίσθηση της όρασης, αίσθηση της όσφρησης, αίσθηση της γεύσης, αίσθηση της αφής, στρογγυλή πλατεία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sentido

αίσθηση

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los perros tienen un agudo sentido del olfato.
Τα σκυλιά έχουν πολύ καλή αίσθηση της όσφρησης.

ειλικρινής, ανυπόκριτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ευαίσθητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
No seas demasiado malo con ella. Es muy susceptible.
Μην είσαι πολύ σκληρός μαζί της. Είναι ευαίσθητη.

σύνεση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Él tuvo el buen juicio al irse a casa antes de que empezara a llover.
Είχε τη σύνεση να επιστρέψει σπίτι πριν αρχίσει να βρέχει.

νόημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Es difícil saber si el significado de un mensaje de texto es literal o irónico.
Είναι δύσκολο να καταλάβεις από ένα γραπτό μήνυμα αν το νόημα είναι κυριολεκτικό ή ειρωνικό.

άποψη, πλευρά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
De algún modo coincido contigo.

νόημα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Es difícil entender el significado de esta frase.

άποψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¿En qué sentido no te gusta su personalidad?
Από ποια άποψη δεν σου αρέσει η προσωπικότητά του;

νόημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
No capté el sentido de lo que estaba diciendo.
Δεν έπιασα το νόημα των όσων έλεγε.

καλό

nombre masculino (κάνει)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
¿Qué sentido tiene hacer todas esas preguntas y después no contestarlas?

κεντρική ιδέα

El sentido del argumento del filósofo es que no podemos escapar a nuestra libertad.

σημασία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El significado de las noticias todavía está bajo estudio.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Δεν ήμουν σίγουρος για την έννοια της λέξης, γι' αυτό την έψαξα στο λεξικό.

λογική

(sentido)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¿Qué lógica tiene encender la lavadora para un sólo suéter?
Ποια είναι η λογική στο να βάλεις πλυντήριο για ένα πουλόβερ;

χρησιμότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¿Cuál es el propósito de este programa?
Ποια είναι η χρησιμότητα αυτού του προγράμματος;

αισθάνομαι, νιώθω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
De repente, él sintió a otra persona en la habitación.
Ξαφνικά αισθάνθηκε (or: ένιωσε) πως υπάρχει κι άλλο άτομο στο δωμάτιο.

αίσθηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El sentir de la gente es que esta ley está bien.

αισθάνομαι, νιώθω

(ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Me di cuenta de que ella estaba diciendo la verdad.
Αισθάνθηκα ότι έλεγε την αλήθεια.

μυρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Sentiste el nuevo perfume que está usando?

αισθάνομαι άσχημα, έχω τύψεις

verbo transitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Siento no poder ayudarla más.
Αισθάνομαι άσχημα που δεν μπορώ να τη βοηθήσω περισσότερο.

αισθάνομαι, νιώθω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sintió su mano sobre su hombro.
Αισθάνθηκε (or: ένιωσε) το χέρι της στον ώμο του.

μυρίζομαι

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Sentiste la hostilidad en esa reunión?

αισθάνομαι, νιώθω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Podía sentir que ella lo miraba.
Μπορούσε να αισθανθεί το βλέμμα της επάνω του.

λυπάμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Siento no habértelo contado antes.
Συγγνώμη που δεν στο είπα νωρίτερα.

αισθάνομαι, νιώθω

verbo transitivo (σωματική αίσθηση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estoy sintiendo mucho dolor en la rodilla.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Πολλές φορές ο μετανάστης υφίσταται ταπεινώσεις και προσβολές.

αισθάνομαι, νιώθω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ya pasé lo peor de la gripe pero todavía me siento un poco débil.
Ξεπέρασα τη χειρότερη φάση της γρίπης, αλλά αισθάνομαι (or: νιώθω) ακόμη αδύναμος.

γεύομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sentí un poco de sabor a canela en la pasta.
Γεύτηκα λίγη κανέλα στα ζυμαρικά.

έχω συναισθήματα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Es un hombre que siente intensamente.

νιώθω, αισθάνομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Él sintió el choque en toda su intensidad.

αισθάνομαι, νιώθω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sintió su enfado al otro lado de la línea.

έχω την υποψία ότι/πως

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sospechábamos que la película iba a ser un éxito, pero no estábamos seguros.

θλίβομαι, λυπάμαι, στενοχωριέμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El director lamentó tu ausencia durante la reunión.
Ο διευθυντής λυπήθηκε για την απουσία σου από την σύσκεψη.

νιώθω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Percibí hostilidad en su tono de voz.
Ένιωσα εχθρότητα στη φωνή του.

κυριεύομαι από κτ, καταλαμβάνομαι από κτ

(coloquial) (μεταφορικά)

Le entró (or: dio) un antojo de alcachofas.
Την έπιασε ξαφνικά επιθυμία για αγκινάρες.

ανούσιος, μάταιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Es inútil decirle a Barney que deje de juntarse con mala gente, nunca hace caso.
Είναι ανούσιο να λες στον Μπάρνεϋ να σταματήσει να κάνει παρέα με τους λάθος ανθρώπους. Δεν ακούει ποτέ.

μεταφορικά, αλληγορικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Cuando dije que John explotó, lo dije figuradamente.

γελοίος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Bob estaba cansado de escuchar las absurdas teorías conspirativas de su compañero de trabajo.

έκτη αίσθηση

άσκοπα, μάταια, ανούσια

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

απερίσκεπτα, ασυλλόγιστα, άκριτα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αυτί, αφτί

(μτφ: αίσθηση ακοής)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Esta exposición multimedia está pensada para agradar no solo a la vista, sino también al oído.
Αυτή η έκθεση πολυμέσων έχει σκοπό να ευχαριστήσει όχι μόνο το μάτι αλλά και το αυτί (or: αφτί).

αντικειμενικός, απροκατάληπτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που δεν έχει αίσθηση του χιούμορ

(άτομο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κοινή λογική

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Necesitamos una solución hecha con sentido común y que dé buenos resultados.

ασήμαντος, επουσιώδης, αδιάφορος

locución adjetiva (sin significado)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
No entiendo por qué te gustan esas canciones sin sentido.

σημαντικός,αξιόλογος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μιας κατεύθυνσης, μονής κατεύθυνσης

locución adjetiva

De repente me encontré a mi mismo yendo en la dirección equivocada en una calle de sentido único.

θετικής κατεύθυνσης

(βιολογία)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Hay cadenas sencillas de ARN de sentido positivo, de sentido negativo o ambisentido (de polaridad tanto positiva como negativa).

χωρίς λογική

(όταν μοιάζει να αντιβαίνει τη λογική)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Este nuevo sistema operativo parece ser bastante ilógico y difícil de usar.
Το νέο λειτουργικό σύστημα φαίνεται χωρίς λογική (or: παράλογο) και είναι δύσκολο στη χρήση.

μη οξυδερκής

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεξιόστροφα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Rota la imagen 90 grados en sentido horario.

αντίθετα

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μεταφορικά μιλώντας

(όχι κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
En sentido figurado, el país se encuentra mal y no va a recuperarse pronto.

κατά κάποιον τρόπο

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
De alguna manera, Aiden merecía ganar tanto como su oponente, pero solo puede haber un ganador.
Κατά κάποιον τρόπο ο Έιντεν δικαιούνταν εξίσου τη νίκη με τον αντίπαλό του, αλλά μπορούσαμε να έχουμε μόνο ένα νικητή.

από όλες τις απόψεις

(μεταφορικά)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Los barcos cumplen la nueva regulación en todos los sentidos.

κάπως

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Me pareció que lucía diferente en cierto sentido, luego caí en cuenta de que se había afeitado la barba.

με όλη την έννοια της λέξης, με την πραγματική έννοια του όρου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mi familia era puritana en el sentido estricto de la palabra: nunca fumaba, insultaba, bebía o incluso bailaba.

από όλες τις απόψεις

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La nueva casa era mejor que el departamento en todo sentido.

αριστερόστροφα

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

είναι λογικό, είναι εύλογο

(απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.)
Tiene sentido que, si un empleado está estresado, su productividad disminuirá.

Σε συμπονώ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεν υπάρχει λόγος να

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υπό την έννοια ότι

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν υπονοώ τίποτα

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Συλλυπητήρια

Lamento tu pérdida. Todo el que lo conoció echará mucho de menos a tu padre.

μωρολόγος

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

κοινός νους

locución nominal masculina

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Es un hombre culto, pero no tiene demasiado sentido común.
Είναι σπουδασμένος, αλλά δεν έχει και πολλή κοινή λογική.

αφοσίωση στο καθήκον

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
El jefe de policía felicitó al teniente por su sentido del deber.

κρυφό νόημα

Si profundizas en el juego de palabras de esta frase, verás que tiene un mensaje oculto.

έκτη αίσθηση

locución nominal masculina

Carlitos puede ver fantasmas, ha nacido con un sexto sentido.

ακριβής σημασία

No me refería a eso en el sentido estricto de la palabra.

διφορούμενο σχόλιο

locución nominal masculina (intencionado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No sabe abrir la boca sin hacer algún tipo de doble sentido.
Δε μπορεί να ανοίξει το στόμα του και να μην κάνει ένα διφορούμενο σχόλιο.

κοινή λογική

nombre masculino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κυριολεκτικό/ακριβές νόημα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cuando alguien te dice que se muere por verte, no piensa que lo vas a tomar en sentido literal.

συνείδηση

locución nominal masculina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Se ha demostrado que incluso los niños pequeños tienen un fuerte sentido moral, aunque a veces no tengan el control suficiente como para hacerle caso.

νέο νόημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El niño malcriado dio un nuevo sentido a la palabra "mocoso".

αντίθετη κατεύθυνση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Estás yendo para el otro lado, tu casa está en sentido opuesto.

αίσθηση καθήκοντος/ευθύνης

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El voluntario continuó con su trabajo por puro sentido del deber.

αίσθηση της ακοής

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Su sentido de la audición era tan bueno que podía escuchar el sonido de un grillo a noventa metros.

αίσθηση του ρυθμού

nombre masculino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No tengo ningún sentido del ritmo y no sé bailar.

ηθική, χρηστότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Alrededor de los cuatro años los chicos empiezan a mostrar un sentido moral.

αίσθηση της όρασης

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αίσθηση της όσφρησης

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los perros tienen un fuerte sentido del olfato.

αίσθηση της γεύσης

nombre masculino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cuando está resfriado pierde el sentido del gusto y como consecuencia, el apetito.

αίσθηση της αφής

nombre masculino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cuando comenzó a perder visión desarrolló más el sentido del tacto.

στρογγυλή πλατεία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sentido στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του sentido

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.