Τι σημαίνει το causa στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης causa στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του causa στο ισπανικά.

Η λέξη causa στο ισπανικά σημαίνει αιτία, σκοπός, λόγος, μόδα, πηγή, σκοπός, λόγος, ένοχος, καθοριστικός παράγοντας, υπόθεση, προκαλώ, προξενώ, προκαλώ κτ σε κπ/κτ, δημιουργώ, προκαλώ, οδηγώ, προκαλώ, επιβάλλω, επιφέρω, προκαλώ, προκαλώ, προκαλώ, προκαλώ, κάνω, σημαίνω, προκαλώ, προξενώ, σκοπός, λόγος, τιμητικός, που διχάζει, ιδιοπαθής, συνειδητά, εσκεμμένα, αίτιο και αποτέλεσμα, λόγω, εξαιτίας, για χάρη κπ, λόγω, εξαιτίας, από, ευχάριστος, από, εξηγώ, καρκινογόνος, με, δονητικός, ντροπιαστικός, για αυτό το λόγο, εξαιτίας αυτού, εξαιτίας, λόγω, για καλό σκοπό, χαμένο παιχνίδι, αιτία πανικού, αρχή του δεδικασμένου, ευγενής σκοπός, πιθανή αιτία, λόγος, αιτία θανάτου, στρεσογόνος παράγοντας, κύριος υποκινητής, καταδικασμένος σε αποτυχία, συνεργάζομαι με κπ, συνασπίζομαι με κπ, συντελώ στην πρόκληση, στηρίζω, απορρέω, τρέχω, στάζω, ενοχλητικός, ευχάριστος, κάνω εκστρατεία, κάνω καμπάνια, υποφέρω για κτ, είμαι ο λόγος, με γνώσεις, αιτιολογικά, αυτός που ασχολείται με την τεχνητή ωρίμανση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης causa

αιτία

nombre femenino (για κάτι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Una chispa fue la causa de la explosión.
Μία σπίθα ήταν η αιτία της έκρηξης.

σκοπός

nombre femenino (ideal)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Los estudiantes se están ofreciendo como voluntarios por una buena causa.
Οι σπουδαστές δουελεύουν εθελοντικά για έναν καλό σκοπό.

λόγος

(για κάτι)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
¡Los resultados de tu examen son motivo de celebración!
Τα αποτελέσματα των εξετάσεών σου είναι λόγος (or: ευκαιρία) για χαρά!

μόδα

(en boga)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πηγή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ese niño es la causa de tan inmensa alegría en la familia.
Εκείνο το παιδί αποτελεί πηγή μεγάλης χαράς για όλη την οικογένεια.

σκοπός

nombre femenino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Es un trabajo duro, pero es por una buena causa.

λόγος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Su deseo de conseguir un ascenso era la razón subyacente tras su turbio comportamiento.
Η επιθυμία του να πάρει προαγωγή ήταν η αιτία τη ύπουλης συμπεριφοράς του.

ένοχος

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Jae dice que el culpable es un error del software.
Η Τζέι λέει πως ο ένοχος είναι ένα σφάλμα στο λογισμικό.

καθοριστικός παράγοντας

La lesión de nuestro jugador estrella fue el determinante de la derrota del equipo.

υπόθεση

(νομικά: αγωγή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El caso fue llevado ante el juez.
Η υπόθεση ήρθε ενώπιον του δικαστή.

προκαλώ, προξενώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los disturbios causaron pánico por toda la nación.
Οι ταραχές προκάλεσαν πανικό σε ολόκληρη τη χώρα.

προκαλώ κτ σε κπ/κτ

El huracán causó destrozos en varios pueblos costeros.
Η καταιγίδα προκάλεσε καταστροφές σε αρκετές παραλιακές πόλεις.

δημιουργώ, προκαλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La mala política ha causado muchos problemas al gobierno.
Η λάθος πολιτική δημιούργησε πολλά προβλήματα στην κυβέρνηση.

οδηγώ

verbo transitivo (μεταφορικά: σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El retraso habitual del empleado causó su despido.

προκαλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El repentino aumento en los precios de la comida provocó disturbios.
Η ξαφνική αύξηση στις τιμές των τροφίμων προκάλεσε ταραχές.

επιβάλλω

(κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Este es un mal momento para imponer nuevos impuestos a los trabajadores.
Είναι κακή εποχή για να επιβάλουμε νέους φόρους στους εργαζόμενους.

επιφέρω, προκαλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sus alergias le provocaron un ataque de asma.
Οι αλλεργίες του προκάλεσαν κρίση άσθματος.

προκαλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Eso te crea un problema?
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η ομιλία της μου δημιούργησε μια καινούρια απορία.

προκαλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La representación de Lady Macbeth ha suscitado acusaciones de misoginia.
Το πορτραίτο της Λαίδης Μάκμπεθ έχει προκαλέσει κατηγορίες για μισογυνισμό.

προκαλώ

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Las torpes negociaciones del diplomático invitaron al desastre.
Οι αδέξιοι χειρισμοί του διπλωμάτη έφεραν την καταστροφή.

κάνω

(κακό, ζημιά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Las drogas puedes hacer mucho daño.

σημαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Un retraso en el vuelo significa que perderemos la conexión.
Η καθυστέρηση σε αυτήν την πτήση σημαίνει (or: θα πει) ότι θα χάσουμε και την επόμενη.

προκαλώ, προξενώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La escasez de alimentos dio lugar a manifestaciones en las calles.
Η έλλειψη τροφής πυροδότησε εξεγέρσεις.

σκοπός, λόγος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El sospechoso debe demostrar que tenía motivo suficiente para actuar de esa manera.
Ο ύποπτος πρέπει να αποδείξει πως ενέργησε για καλό σκοπό.

τιμητικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Al poeta le dieron una mención honorífica en la universidad.

που διχάζει

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La guerra inminente era un tema divisorio en la familia.

ιδιοπαθής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

συνειδητά, εσκεμμένα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αίτιο και αποτέλεσμα

locución nominal común en cuanto al género

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
La ley de causa-efecto es un principio importante del budismo.

λόγω, εξαιτίας

(με γενική)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)

για χάρη κπ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No apagues la música por mí, no me molesta.

λόγω, εξαιτίας

(με γενική)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Me he retrasado por el tráfico.
Άργησα λόγω (or: εξαιτίας) της πολλής κίνησης.

από

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)

ευχάριστος

(coloquial)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

από

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Murió por un virus tropical.
Πέθανε από έναν τροπικό ιό.

εξηγώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El acoso que sufrió en su adolescencia explica su timidez.
Ο εκφοβισμός που έζησε στην εφηβεία της εξηγεί τη σημερινή ντροπαλοσύνη της.

καρκινογόνος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

με

No pude escucharla sobre la sirena.
Δεν μπορώ να την ακούσω με αυτή τη σειρήνα.

δονητικός

locución adjetiva (κούνημα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ντροπιαστικός

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

για αυτό το λόγο, εξαιτίας αυτού

locución preposicional

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Uno de los alumnos cayó enfermo de gripe A, por esta causa cerraron el establecimiento durante tres semanas.

εξαιτίας, λόγω

locución preposicional

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sarah fue declarada inocente a causa de su demencia.

για καλό σκοπό

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χαμένο παιχνίδι

locución nominal femenina (μεταφορικά)

Es una causa perdida, no te gastes más.

αιτία πανικού

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Aunque los pilotos dijeron que no había causa de alarma, la turbulencia puso nerviosos a todos los pasajeros.

αρχή του δεδικασμένου

locución adverbial (νομικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No lo pueden volver a juzgar por la ley que dice que "ninguna persona puede ser juzgada dos veces por la misma causa".
Δε μπορεί να ξαναδικαστεί εξαιτίας της αρχής του δεδικασμένου.

ευγενής σκοπός

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πιθανή αιτία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sin una causa probable, mucho menos una orden, la policía no pudo registrar el auto del sospechoso.
Χωρίς πιθανή αιτία, πολύ λιγότερο ένταλμα, η αστυνομία δεν μπορούσε να ερευνήσει το αυτοκίνητο του υπόπτου, όπου φύλαγε, ήταν βέβαιοι, αρκετά ναρκωτικά.

λόγος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La causa de mi partida no es lo que te imaginas.

αιτία θανάτου

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
La causa de la muerte aún es desconocida; sin embargo, la familia descartó la exhumación del cuerpo.

στρεσογόνος παράγοντας

κύριος υποκινητής

(filosofía)

καταδικασμένος σε αποτυχία

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

συνεργάζομαι με κπ, συνασπίζομαι με κπ

El sindicato hizo causa común con (or: formó causa común con) el Gobierno para evitar que la fábrica se trasladara.

συντελώ στην πρόκληση

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στηρίζω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απορρέω, τρέχω, στάζω

locución verbal (για υγρά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Un líquido de un olor hediondo gotea a causa de una fuga en la unión de las cañerías.

ενοχλητικός

locución adjetiva

ευχάριστος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κάνω εκστρατεία, κάνω καμπάνια

locución verbal

Alison es una apasionada de los derechos animales y siempre lucha por esa causa.

υποφέρω για κτ

El artista sufría por su búsqueda de perfección.
Ο αθλητής υπέφερε για να πετύχει την τελειότητα.

είμαι ο λόγος

locución verbal

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Se preguntaba cuál podría ser la causa de su tristeza.
Αναρωτήθηκε ποιος μπορεί να ήταν ο λόγος της στενοχώριας του.

με γνώσεις

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αιτιολογικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αυτός που ασχολείται με την τεχνητή ωρίμανση

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του causa στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του causa

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.