Τι σημαίνει το crew στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης crew στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του crew στο Αγγλικά.

Η λέξη crew στο Αγγλικά σημαίνει πλήρωμα, κωπηλασία, παρέα, επανδρώνω, παρέα, εργάζομαι, δουλεύω, κοράκι, λάλημα, λαλάω, λαλώ, κοκορεύομαι, κοκορεύομαι, πλήρωμα καμπίνας, αντρικό κούρεμα, κοντό στο πάνω μέρος και σχεδόν ξυρισμένο στο κάτω, αντρικό κούρεμα, κοντό στο πάνω μέρος και σχεδόν ξυρισμένο στο κάτω, υπεύθυνος συνεργείου, επικεφαλής συνεργείου, μέλος του πληρώματος, λαιμόκοψη, ρούχο με λαιμόκοψη, αθλητική κάλτσα, κοντοκουρεμένος, κινηματογραφικό συνεργείο, ιπτάμενο προσωπικό, πλήρωμα, προσωπικό εδάφους, ετερογενής ομάδα, ανομοιογενής ομάδα, πλήρωμα, πειρατικό πλήρωμα, συνεργείο συντήρησης οδικών αρτηριών, τεχνικό προσωπικό σκηνής, προσωπικό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης crew

πλήρωμα

noun (team on a boat, etc.)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Judith wants me to join her crew when she sails to New Zealand.
Η Τζούντιθ θέλει να γίνω μέλος του πληρώματος όταν σαλπάρει για Νέα Ζηλανδία.

κωπηλασία

noun (sport: rowing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Linda likes to row, so she plans to go out for crew.
Στη Λίντα αρέσει να τραβάει κουπί, σχεδιάζει λοιπόν να πάει για κωπηλασία.

παρέα

noun (group)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
After we cleaned up the playground, the whole crew went out for pizza.
Αφού καθαρίσαμε την αυλή, όλη η παρέα βγήκε έξω για πίτσα.

επανδρώνω

transitive verb (serve on: a vessel)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
That yacht is crewed by professional sailors.
Αυτό το ιστιοφόρο είναι επανδρωμένο με επαγγελματίες ναύτες.

παρέα

noun (informal (social group)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Jake was at the party with his brothers and their girlfriends -- the usual crew.

εργάζομαι, δουλεύω

intransitive verb (serve on a vessel) (σε πλοίο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
George had never before crewed on a cargo ship.

κοράκι

noun (black bird)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The crows scare the other birds away from the birdbath.
Τα κοράκια διώχνουν τα άλλα πουλιά από τη λιμνούλα των πουλιών.

λάλημα

noun (sound of rooster) (του πετεινού)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Lucy can imitate a rooster's crow perfectly.
Η Λούσυ μιμείται τέλεια το λάλημα του κόκκορα.

λαλάω, λαλώ

intransitive verb (make rooster-like sound)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Charles always wakes up when the rooster starts crowing.
Ο Τσαρλς πάντα ξυπνά όταν ο κόκκορας αρχίσει να λαλεί.

κοκορεύομαι

intransitive verb (figurative, informal (brag) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
"I said I would win and I did," Jesse crowed.
«Είπα πως θα νικήσω και νίκησα», κοκορεύτηκε η Τζες.

κοκορεύομαι

(figurative, informal (brag about) (για κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Steve is crowing about his perfect test score.
Ο Στηβ κοκορεύεται για τον άριστο βαθμό του στο διαγώνισμα.

πλήρωμα καμπίνας

noun (staff of a plane or ship)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The friendly smiles of the cabin crew put the passengers at ease.

αντρικό κούρεμα, κοντό στο πάνω μέρος και σχεδόν ξυρισμένο στο κάτω

noun (army haircut)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
His crew cut and posture made it clear he was a military man.

αντρικό κούρεμα, κοντό στο πάνω μέρος και σχεδόν ξυρισμένο στο κάτω

noun (very short haircut)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The boys on the team all have crew cuts.

υπεύθυνος συνεργείου, επικεφαλής συνεργείου

noun (head of a team) (εργάτες)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μέλος του πληρώματος

noun ([sb] in a working team) (σκάφος)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The ship sank with 35 crew members on board.

λαιμόκοψη

noun (neckline: round)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The t-shirt had a crew neck as opposed to a V neck

ρούχο με λαιμόκοψη

noun (top: rounded neckline)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Because it was his day off, he threw on a crew neck instead of a collared shirt.

αθλητική κάλτσα

noun (US, usually plural (sports sock)

The label on the package said "crew socks", but I'd always just called them "socks".

κοντοκουρεμένος

noun as adjective (hair: very short)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
You could tell he was a Marine from his crew-cut hair.

κινηματογραφικό συνεργείο

noun (team filming a movie or video)

ιπτάμενο προσωπικό

noun (staff of a plane)

πλήρωμα, προσωπικό εδάφους

noun (airline employees)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The ground crew safely guided the plane to the terminal gate.

ετερογενής ομάδα, ανομοιογενής ομάδα

noun (informal (varied group)

πλήρωμα

noun (team in charge of aircraft, etc.)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πειρατικό πλήρωμα

noun (team of sea robbers)

In "The Pirates of Penzance" the same men's chorus doubles as policemen and as pirate crew.

συνεργείο συντήρησης οδικών αρτηριών

noun (team who carry out roadworks)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A road maintenance crew is inspecting the structure of the bridge.

τεχνικό προσωπικό σκηνής

noun (theatre technicians) (θέατρο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προσωπικό

noun (team)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του crew στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του crew

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.