Τι σημαίνει το dating στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης dating στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dating στο Αγγλικά.

Η λέξη dating στο Αγγλικά σημαίνει φλερτ, χρονολόγηση, ημερομηνία, ημερομηνία, χρονολογία, ραντεβού, εποχή, περίοδος, χουρμάς, χρονολογώ, χρονολογούμαι, βγαίνω με, δείχνω την ηλικία, προδίδω την ηλικία, συνοδός, βγαίνω ραντεβού, χρονολόγηση με άνθρακα, ραδιοχρονολόγηση με άνθρακα, γραφείο γνωριμιών, ιστοσελίδα γνωριμιών. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης dating

φλερτ

noun (esp US (romance) (προσπάθεια προσέγγισης)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Dating has become more complicated now that I'm in my fifties.
Οι σχέσεις έχουν γίνει πιο περίπλοκες τώρα που είμαι στα πενήντα μου.

χρονολόγηση

noun (remains: determining age)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The samples of tissue have been taken to a lab for dating.
Τα δείγματα ιστών έχουν μεταφερθεί για χρονολόγηση σε ένα εργαστήριο.

ημερομηνία

noun (day of the month)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Today's date is September 14.
Η ημερομηνία σήμερα είναι 14 Σεπτεμβρίου.

ημερομηνία

noun (specific day)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I will meet you again at a later date.
Θα σας δω ξανά σε μεταγενέστερη ημερομηνία.

χρονολογία

noun (inscription) (για έτος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I have an old coin, bearing the date 1783.
Έχω ένα παλιό νόμισμα που φέρει τη χρονολογία 1783.

ραντεβού

noun (romantic meeting) (ρομαντικό)

Robert is late for his date.
Ο Ρόμπερτ έχει καθυστερήσει στο ραντεβού του.

εποχή, περίοδος

noun (time, historical period)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Those paintings belong to a later date.
Οι πίνακες αυτοί ανήκουν σε μεταγενέστερη εποχή (or: περίοδο).

χουρμάς

noun (fruit)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Dates are one of my favourite fruits.
Οι χουρμάδες είναι ένα από τα αγαπημένα μου φρούτα.

χρονολογώ

transitive verb (ascertain era)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Scientists are trying to date the fossils.
Οι επιστήμονες προσπαθούν να χρονολογήσουν τα απολιθώματα.

χρονολογούμαι

(exist since) (από...)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The settlements here date from 1678.
Οι οικισμοί της περιοχής χρονολογούνται από το 1678.

βγαίνω με

transitive verb (mostly US (romantic)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Alex is dating Pat.
Ο Αλέξης βγαίνει με την Κατερίνα.

δείχνω την ηλικία, προδίδω την ηλικία

transitive verb (informal (show age) (με γενική: κάποιου)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The fact that she remembers commercials from the 70's really dates her.

συνοδός

noun (US (companion)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Henry and his date went to the movies.

βγαίνω ραντεβού

intransitive verb (date people)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The adolescent is too young to date.

χρονολόγηση με άνθρακα, ραδιοχρονολόγηση με άνθρακα

noun (age of organic material)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Carbon dating told us how old the Turin Shroud is.

γραφείο γνωριμιών

noun (company: finds partners)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The dating agency specializes in finding foreign brides for their clients.

ιστοσελίδα γνωριμιών

noun (internet company: finds partners)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dating στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του dating

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.