Τι σημαίνει το distance στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης distance στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του distance στο Αγγλικά.

Η λέξη distance στο Αγγλικά σημαίνει απόσταση, απόσταση, απόσταση, διαφορά, απομονώνομαι από κτ/κπ, απομακρύνομαι από κτ/κπ, αποστασιοποιούμαι από κτ/κπ, αποστασιοποιούμαι από κτ/κπ, απομακρύνομαι, σε απόσταση, σε απόσταση, απόσταση, εκπαίδευση εξ αποστάσεως, κατάρτιση εξ αποστάσεως, εστιακή απόσταση, από απόσταση, από μακριά, αντέχω μέχρι το τέλος, μεγάλη απόσταση, απόσταση ακοής, στο βάθος, στον ορίζοντα, στον ορίζοντα, Είναι αρκετή απόσταση, κρατάω αποστάσεις, κρατάω τις αποστάσεις μου, μεγάλη απόσταση, μεγάλος, υπεραστικός, υπεραστικό τηλεφώνημα, σχέση εξ αποστάσεως, μικρή/κοντινή απόσταση, κοινωνική αποστασιοποίηση, τηρώ αποστάσεις από τους άλλους, κοντινή απόσταση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης distance

απόσταση

noun (linear measure)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The distance between the poles is about twenty metres.
Η απόσταση ανάμεσα στους στύλους είναι περίπου είκοσι μέτρα.

απόσταση

noun (imprecise distance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The barn is some distance from here, so it will take you at least five minutes to reach it by car.
Το αγρόκτημα είναι σε κάποια απόσταση, οπότε θα σας πάρει τουλάχιστον πέντε λεπτά με το αυτοκίνητο για να φτάσετε.

απόσταση

noun (limit of sight)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
On days with good visibility, you can see for a distance of more than 20 miles.
Τις μέρες με καλή ορατότητα, μπορείς να δεις σε απόσταση μεγαλύτερη των 20 μιλίων.

διαφορά

noun (measurement of time)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There is a distance of some two hours between the arrival and departure of that flight.

απομονώνομαι από κτ/κπ, απομακρύνομαι από κτ/κπ, αποστασιοποιούμαι από κτ/κπ

verbal expression (keep away)

Preferring solitude, I distanced myself from the group.

αποστασιοποιούμαι από κτ/κπ

verbal expression (try not to associate with)

The candidate was advised to distance himself from his former wife.
Συμβούλεψαν τον υποψήφιο να αποστασιοποιηθεί από την πρώην σύζυγό του.

απομακρύνομαι

transitive verb (to leave behind, outrun) (από κάποιον)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The Swedish runner had distanced everyone before the end of the first lap.

σε απόσταση

adverb (comfortably far away)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He keeps himself at a distance from political arguments.

σε απόσταση

adverb (some distance removed)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

απόσταση

preposition (space separating) (διαχωριστικό κενό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The shortest distance between two points is a straight line.

εκπαίδευση εξ αποστάσεως, κατάρτιση εξ αποστάσεως

noun (correspondence classes)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
For people living in remote areas, distance learning is a good alternative to attending classes.
Για όσους ζουν σε απομακρυσμένες περιοχές, η εκπαίδευση εξ αποστάσεως είναι μια καλή εναλλακτική της παρακολούθησης μαθημάτων.

εστιακή απόσταση

noun (camera's lens-to-focus distance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His professional camera has a greater focal distance range than my cell phone camera.

από απόσταση, από μακριά

adverb (from far away)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I appreciate my mother-in-law more from a distance.

αντέχω μέχρι το τέλος

verbal expression (make it to the end)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μεγάλη απόσταση

noun (long way)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Radio waves are capable of travelling a great distance.

απόσταση ακοής

noun (audible range)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
As you age your hearing distance is reduced.

στο βάθος

expression (far away)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
From the top of the mountain you can see our village in the distance. The explorer saw a clearing in the distance.

στον ορίζοντα

expression (visible a long way off)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στον ορίζοντα

expression (to the limit of sight)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The falcon flew off into the distance, disappearing from sight.

Είναι αρκετή απόσταση

expression (informal (It's quite a long way.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κρατάω αποστάσεις, κρατάω τις αποστάσεις μου

verbal expression (figurative (avoid, stay away) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The manager keeps his distance from the employees.
Ο διευθυντής κρατάει αποστάσεις από τους εργαζομένους.

μεγάλη απόσταση

noun (considerable range, length)

Kane scored a magnificent goal from a long distance.

μεγάλος

adjective (over considerable range)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It is a good idea to stretch your legs regularly during a long-distance flight.

υπεραστικός

adjective (phone call: not local) (εντός χώρας)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Additional charges will apply if the call is long distance.

υπεραστικό τηλεφώνημα

noun (phone call: not local area)

Have at least five dollars ready for a long-distance call.

σχέση εξ αποστάσεως

noun (romance while far apart)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The couple have been in a long-distance relationship for the past two years.

μικρή/κοντινή απόσταση

noun (brief interval in space)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The taxis are only a short distance from the train station.

κοινωνική αποστασιοποίηση

noun (space between people)

τηρώ αποστάσεις από τους άλλους

verbal expression (maintain space between people)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοντινή απόσταση

noun (distance that can easily be walked)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του distance στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του distance

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.