Τι σημαίνει το dumb στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης dumb στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dumb στο Αγγλικά.

Η λέξη dumb στο Αγγλικά σημαίνει χαζός, ηλίθιος, κουτός, ανόητος, ηλίθιος, ανόητος, μουγκός, άφωνος, ρίχνω το επίπεδο, κάνω κτ πιο ευκολονόητο, κωφάλαλος, κωφάλαλος, αναβατόριο τροφίμων, βλάκας, χαζός, βαράκι, κάνω ότι δεν ξέρω, κάνω τον ανίδεο, κάνω το χαζό, άφωνος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης dumb

χαζός, ηλίθιος, κουτός, ανόητος

adjective (US, informal (person: stupid) (μειωτικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She was too dumb to think of an alternative.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Τίποτα δεν καταλαβαίνει! Σκέτο χαϊβάνι (or: ντουβάρι)!

ηλίθιος, ανόητος

adjective (US, informal (thing, idea: stupid) (προσβλητικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I'm wasting my time in this dumb class.
Το να βρίσεις τον αστυνομικό ήταν, κατά τη γνώμη μου, πολύ βλακώδες εκ μέρους σου!

μουγκός

adjective (dated, now offensive (mute, unable to speak)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
After the child's fifth birthday passed without a word, the parents realised he was dumb.
Αφού πέρασαν τα πέμπτα γενέθλια του παιδιού χωρίς μία λέξη, οι γονείς συνειδητοποίησαν πως ήταν μουγκό.

άφωνος

adjective (temporarily unable to speak)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I was dumb with amazement at what he was saying.
Έμεινα άφωνος με αυτά που έλεγε.

ρίχνω το επίπεδο

phrasal verb, intransitive (informal (present [sth] in less educated way)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The news media these days is dumbing down, with more photos of celebrities than real news stories.
Τα μέσα ενημέρωσης ρίχνουν το επίπεδό τους στις μέρες μας προβάλλοντας περισσότερες φωτογραφίες διασήμων παρά αληθινές ειδήσεις.

κάνω κτ πιο ευκολονόητο

phrasal verb, transitive, separable (informal (present in less educated way)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You may need to dumb down your presentation for this audience.
Ίσως χρειαστεί να κάνεις την παρουσίασή σου πιο ευκολονόητη γι' αυτό το κοινό.

κωφάλαλος

adjective (dated, offensive (unable to hear, speak)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κωφάλαλος

adjective (obsolete, potentially offensive (unable to hear or speak)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αναβατόριο τροφίμων

noun (food elevator)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The cook placed the food inside the dumb waiter and pressed the button to send it up to the master's study on the second floor.

βλάκας

noun (US, slang, pejorative (stupid person) (καθομιλουμένη, υβριστικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
If you talk to him for a few minutes, you quickly realize that he is just another dumbass.
Αν του μιλήσεις για λίγα λεπτά, θα καταλάβεις ότι είναι απλά ένας ακόμη ηλίθιος.

χαζός

adjective (US, slang, pejorative (stupid) (καθομιλουμένη, μειωτικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Stealing from your boss is a really dumbass thing to do.
Το να κλέβεις από το αφεντικό σου είναι ένα πολύ χαζό πράγμα.

βαράκι

noun (gym weight) (γυμναστική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Doing presses with dumbbells is a great way to strengthen the muscles in your shoulders and upper back.

κάνω ότι δεν ξέρω, κάνω τον ανίδεο, κάνω το χαζό

verbal expression (informal (feign ignorance)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Phil played dumb when his dad asked him if he knew who had broken the window.

άφωνος

adjective (informal (left speechless) (μεταφορικά: από έκπληξη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The crowd was struck dumb at the sight of him on the high wire.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dumb στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του dumb

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.