Τι σημαίνει το dying στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης dying στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dying στο Αγγλικά.

Η λέξη dying στο Αγγλικά σημαίνει ετοιμοθάνατος, πεθαίνω για κτ, πεθαίνω να κάνω κτ, τελευταίος, που πεθαίνει, που σβήνει, οι ετοιμοθάνατοι, που πλησιάζει στο τέλος του, πεθαίνω, πεθαίνω από κτ, σβήνω, πεθαίνω, τα φτύνω, σβήνω, πεθαίνω, πεθαίνω για κπ/κτ, ζάρι, σφραγίδα, φιλιέρα, σβήνω, πεθαίνω, -, σφραγίζω, τέχνη που πεθαίνει, τελευταία πνοή, τελευταία επιθυμία, τελευταίες λέξεις, τελευταίες κουβέντες. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης dying

ετοιμοθάνατος

adjective (about to die)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Robert went to visit his dying aunt.
Ο Ρόμπερτ επισκέφτηκε την ετοιμοθάνατη θεία του.

πεθαίνω για κτ

(figurative, informal (wanting strongly) (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Susan was dying for a cigarette but didn't want to go outside.
Η Σούζαν πέθαινε για ένα τσιγάρο αλλά δεν ήθελε να βγει έξω.

πεθαίνω να κάνω κτ

verbal expression (figurative, informal (wanting strongly to do) (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm dying to see my family, after spending a year abroad.
Πεθαίνω να δω την οικογένειά μου μετά από έναν χρόνο στο εξωτερικό.

τελευταίος

adjective (at time of death)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The old lady's dying request was to be buried next to her husband.
Η τελευταία επιθυμία της ηλικιωμένης κυρίας ήταν να θαφτεί δίπλα στον άντρα της.

που πεθαίνει, που σβήνει

adjective (figurative (diminishing) (μεταφορικά, λόγιος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Alison speaks a dying language.
Η Άλισον μιλάει μια γλώσσα που σβήνει (or: υπό εξαφάνιση).

οι ετοιμοθάνατοι

plural noun (collective (people near death)

It is important to provide appropriate care for the dying.
Είναι σημαντικό να παρέχεται κατάλληλη φροντίδα στους ετοιμοθάνατους.

που πλησιάζει στο τέλος του

adjective (drawing to a close)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
In the final hours of the dying day, the family gathered at the house.

πεθαίνω

intransitive verb (cease to live)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Joe's grandfather died of a heart attack last Friday.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μετά από μακρόχρονη μάχη με τον καρκίνο, υπέκυψε την περασμένη εβδομάδα.

πεθαίνω από κτ

(be killed by: illness, etc.)

Joe's grandfather died of a heart attack last Friday.
Ο παππούς του Τζόυ πέθανε από καρδιακή προσβολή την περασμένη Παρασκευή.

σβήνω, πεθαίνω

intransitive verb (figurative (disappear, end) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
My love for you will never die.
Η αγάπη μου για σένα δεν θα σβήσει ποτέ.

τα φτύνω

intransitive verb (figurative, informal (stop working) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I think the toaster has died.
Νομίζω ότι η τοστιέρα χάλασε.

σβήνω

intransitive verb (figurative (stop burning)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The flame died after three hours.
Η φλόγα έσβησε μετά από τρεις ώρες.

πεθαίνω

(informal (abandon [sb] by dying) (με αντωνυμία)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
"Don't you die on me!" she pleaded tearfully.
«Μη μου φύγεις!», παρακάλεσε κλαίγοντας.

πεθαίνω για κπ/κτ

(give your life for a cause, person)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I love my children so much, I would die for them.

ζάρι

noun (cube with dots for games)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
It's your turn to throw the die.
Είναι η σειρά σου να ρίξεις το ζάρι.

σφραγίδα

noun (tool for stamping)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The die was ready to start stamping the metal into disks.

φιλιέρα

noun (tool for threading screws)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You need a three eighth inch die for that job.

σβήνω, πεθαίνω

intransitive verb (figurative (languish) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The project died when everybody lost interest in it.
Το έργο έσβησε όταν όλοι έχασαν το ενδιαφέρον τους.

-

transitive verb (suffer a given kind of death) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
He died a painful death.
Βρήκε οδυνηρό θάνατο.

σφραγίζω

transitive verb (shape or stamp with die)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τέχνη που πεθαίνει

noun (figurative (skill that has become rare) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Letter writing with a pen seems to be a dying art.

τελευταία πνοή

noun (last moments of life)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
With his dying breath he wished her a happy life.

τελευταία επιθυμία

noun (final request before death) (ετοιμοθάνατου)

Simon's dying wish was to give all his money to charity.

τελευταίες λέξεις, τελευταίες κουβέντες

plural noun (last words spoken before death)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The old man's dying words were, "I'm sorry!"

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dying στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του dying

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.