Τι σημαίνει το easy στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης easy στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του easy στο Αγγλικά.
Η λέξη easy στο Αγγλικά σημαίνει εύκολος, άνετος, άνετος, ήρεμος, εύκολος, ήρεμα, υποχωρητικός, φτηνά, είμαι ελαστικός με κπ, δεν το παρακάνω, ανασαίνω, πανεύκολος, πανεύκολος, κουνιστή πολυθρόνα, χαλαρός, ανεμομαζώματα, διαβολοσκορπίσματα, Με το μαλακό, ανάλαφρος, εύκολη ζωή, άνετη ζωή, εύκολος στόχος, εύκολο χρήμα, χάρμα οφθαλμών, που δεν σε κουράζει να το κοιτάς, κλημεντίνη, εύκολο χρήμα, οικονομική άνεση, εύκολος στόχος, εύκολος στόχος, προσηνής, καταδεκτικός, φιλικός, εύληπτος, ευκολονόητος, κατανοητός, εύκολος στη χρήση, εύκολος, εύκολη νίκη, που δεν απαιτεί ιδιαίτερη φροντίδα, καλόβολος, ευκολάκι, αβγά με μαλακό κρόκο που έχουν τηγανιστεί ελαφρώς και από τις δύο πλευρές, χαλαρός, παίρνω κάτι με το μαλακό, είμαι επιεικής, μου έρχονται όλα έυκολα, όλα πήγαν καλά/ρολόι, δεν είναι εύκολο, δύσκολος, όλα είναι εύκολα, τα πράγματα είναι πιο εύκολα, ελαφρά ψημένος και από τις δυο πλευρές, πανεύκολος, χαλαρώνω, εύκολη λύση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης easy
εύκολοςadjective (not difficult) (όχι δύσκολος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Correcting the spelling was an easy job. Η διόρθωση των ορθογραφικών λαθών ήταν εύκολη υπόθεση. |
άνετοςadjective (comfortable) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He sat in his easy chair and watched TV. Κάθισε στην άνετη καρέκλα του και παρακολούθησε τηλεόραση. |
άνετοςadjective (sufficiently wealthy) (οικονομικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Yes, we have an easy life here. Ναι, έχουμε μια άνετη ζωή εδώ. |
ήρεμοςadjective (relaxed) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) It was a nice, easy atmosphere at the party. Η ατμόσφαιρα στο πάρτυ ήταν ωραία και ήρεμη. |
εύκολοςadjective (slang (promiscuous) (καθομ: χαλαρής ηθικής) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The rumour was that she was easy. Υπήρχαν φήμες ότι ήταν εύκολη. |
ήρεμαadverb (gently, with moderation) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I'm taking it easy tonight because I have to drive home. Θα το πάρω χαλαρά σήμερα γιατί πρέπει να οδηγήσω ως το σπίτι. |
υποχωρητικόςadjective (informal (with no strong opinion) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He was easy, and didn't object to anything. Ήταν άβουλος και δεν έφερνε αντίρρηση σε τίποτα. |
φτηνάadverb (informal (without severe punishment) (μτφ: ξεφεύγω, γλιτώνω) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) He really got off easy this time! I can't believe his parents didn't punish him! Πολύ φτηνά τη γλίτωσε αυτή τη φορά! Δεν το πιστεύω ότι οι γονείς του δεν τον τιμώρησαν! |
είμαι ελαστικός με κπphrasal verb, intransitive (informal (be lenient toward [sb]) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δεν το παρακάνωphrasal verb, intransitive (informal (use with moderation) (καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανασαίνω(figurative, informal (be reassured) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) You can breathe easy again; we have solved the problem. |
πανεύκολοςadjective (figurative, informal (very simple to do) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πανεύκολοςadjective (informal (very easy) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) When you've done it a few times, it's easy as pie. |
κουνιστή πολυθρόναnoun (large upholstered armchair) Grandpa reclined in his easy chair when he arrived home. |
χαλαρόςexpression (informal (relaxed attitude) (άτομο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Henry never gets stressed about life; it's easy come, easy go with him. |
ανεμομαζώματα, διαβολοσκορπίσματαexpression (informal ([sth] is gained and lost quickly) (για χρήματα) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Με το μαλακόinterjection (go slowly, be careful) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ανάλαφροςnoun (style of popular music) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εύκολη ζωήnoun (relaxed way of life) |
άνετη ζωήnoun (wealthy lifestyle) |
εύκολος στόχοςnoun ([sb] easily targeted or victimized) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) She was an elderly lady who lived alone: an easy mark for the con-man. |
εύκολο χρήμαnoun (informal (earned with little effort) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The job offer which promised easy money turned out to be fake. |
χάρμα οφθαλμώνadjective (informal, figurative (good looking) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I don't know who she is but she's very easy on the eyes. |
που δεν σε κουράζει να το κοιτάςadjective (literal (not tiring to look at) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Staring at the television for a long period of time is not easy on the eyes. |
κλημεντίνηnoun (UK (small orange: tangerine, satsuma) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εύκολο χρήμαplural noun (wealth or goods obtained easily) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
οικονομική άνεσηnoun (wealth and ease) |
εύκολος στόχοςnoun (figurative ([sth] or [sb] easy to criticize) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The study is an easy target for critics who suggest the results were predictable. |
εύκολος στόχοςnoun (literal (mark that is easily hit) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
προσηνής, καταδεκτικός, φιλικόςadjective (informal (affable) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Jim is a friendly guy who is easy to get along with. |
εύληπτος, ευκολονόητος, κατανοητόςadjective (quickly grasped) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Use diagrams to display large amounts of information in ways that are easy to understand. |
εύκολος στη χρήσηadjective (not difficult to use) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) This easy-to-use mobile phone is specially designed for the elderly. |
εύκολοςadjective (US, figurative (person: not difficult) (μεταφορικά: άνθρωπος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Some people find him difficult, but I find him quite easy to wear. |
εύκολη νίκηnoun ([sth] won effortlessly) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Today's soccer game was an easy victory for the home team. |
που δεν απαιτεί ιδιαίτερη φροντίδαadjective (fabric: easy to clean) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καλόβολοςadjective ([sb], personality: relaxed) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I love being with her because she's a nice easy-going girl. Μου αρέσει να είμαι μαζί της γιατί είναι ένα ευχάριστο, καλόβολο κορίτσι. |
ευκολάκιadjective (UK, informal (easy, simple) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αβγά με μαλακό κρόκο που έχουν τηγανιστεί ελαφρώς και από τις δύο πλευρέςplural noun (US (eggs lightly fried on both sides) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
χαλαρόςadjective (informal, easy-going) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
παίρνω κάτι με το μαλακόtransitive verb (informal (use sparingly) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) If you want to lose weight you should probably go easy on the fatty foods. |
είμαι επιεικήςtransitive verb (informal (be lenient with) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Please go easy on the new students. |
μου έρχονται όλα έυκολαverbal expression (informal (face no problems) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) People born into money are considered to have it easy. Ο κόσμος πιστεύει πως όλα έρχονται εύκολα σε όσους έχουν γεννηθεί πλούσιοι. |
όλα πήγαν καλά/ρολόιexpression (UK (task went smoothly) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Although the professor said that we would struggle with the translation, it was easy going for our group. |
δεν είναι εύκολο(informal (it's difficult) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) It's not easy to find a partner in this day and age. |
δύσκολοςadjective (difficult) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) It is not easy to raise a child these days. |
όλα είναι εύκολα, τα πράγματα είναι πιο εύκολαadverb (figurative, slang (leading easy life) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) After we paid all of our debts, we were living on easy street. |
ελαφρά ψημένος και από τις δυο πλευρέςadjective (US (egg: lightly fried on both sides) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πανεύκολοςadjective (informal (straightforward) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Learning how to make popcorn at home is simple as ABC. |
χαλαρώνωverbal expression (informal (relax) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Bruce loves to take it easy when he's at the cabin on the lake. Retirement is the time to take it easy. Του Μπρους του αρέσει να χαλαρώνει όταν είναι στο εξοχικό στη λίμνη. |
εύκολη λύσηnoun (figurative (least demanding solution) The easy way out would be to give up, but we must keep trying. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του easy στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του easy
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.